Το τσεχοσλοβακικό κράτος ιδρύθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1918, λίγες ημέρες προτού τερματιστεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ως συνέπεια της διάλυσης της πολυεθνικής αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Η νεότευκτη Τσεχοσλοβακία γνώρισε μια περίοδο ακμής και συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των οικονομικά περισσότερο αναπτυγμένων χωρών της εποχής. Επιπλέον, η Τσεχοσλοβακία ιδρύθηκε ως κοινοβουλευτική δημοκρατία και ως τέτοια παρέμεινε για μια ολόκληρη εικοσαετία, δηλαδή μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 1938, ημερομηνία υπογραφής του Συμφώνου του Μονάχου. Στη διάσκεψη του Μονάχου οι ηγέτες της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, σε συνεννόηση με εκείνους της Βρετανίας και της Γαλλίας, αποφάσισαν να παραχωρήσουν στον Χίτλερ τις παραμεθόριες περιοχές της Τσεχοσλοβακίας, στις οποίες πληθυσμιακά υπερτερούσαν οι γερμανόφωνοι πληθυσμοί, οι λεγόμενοι Σουδήτες.
Στη σημερινή Τσεχία, ένα από τα δύο διάδοχα κράτη που προέκυψε από το «βελούδινο διαζύγιο» της ενιαίας Τσεχοσλοβακίας, για τον χαρακτηρισμό του Συμφώνου του Μονάχου χρησιμοποιείται η έκφραση «προδοσία του Μονάχου», προκειμένου να αναδειχθεί η προδοσία της Βρετανίας, κυρίως δε εκείνη της Γαλλίας, οι οποίες προπολεμικά δεν δίστασαν να θυσιάσουν τη σύμμαχο και δημοκρατική Τσεχοσλοβακία, με σκοπό να «κατευνάσουν» τον Χίτλερ. Το ίδιο συχνά χρησιμοποιούνται επίσης οι χαρακτηρισμοί «τραύμα του Μονάχου» ή «κόμπλεξ του Μονάχου» προκειμένου να αποδοθεί η ηττοπάθεια που διέκρινε την τότε τσεχοσλοβακική ηγεσία, η οποία μολονότι διέθετε αξιόμαχο και καλά εξοπλισμένο στρατό (περί το 1,3 εκατομμύριο άνδρες), συγκατάνευσε στην παράδοση της Σουδητίας στον Χίτλερ δίχως να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό.
Ποιά, όμως, ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην υπογραφή του Συμφώνου του Μονάχου;
Η Τσεχοσλοβακία δημιουργήθηκε το 1918 υπό ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες με την υποστήριξη της Αντάντ και κυρίως του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Ουόντροου Ουίλσον, ο οποίος διατηρούσε προσωπικές σχέσεις με τον Τόμας Γκέρυκ Μάσαρυκ, πανεπιστημιακό και ηγέτη του κινήματος για την ανεξαρτητοποίηση της Τσεχοσλοβακίας. Το νέο κράτος ιδρύθηκε στη βάση της «τσεχοσλοβακικής εθνικής ιδέας», δηλαδή ενός έθνους, το οποίο δημιουργήθηκε τεχνηέντως, όπως και η τσεχοσλοβακική γλώσσα, προκειμένου οι Τσέχοι να υπερφαλαγγίσουν το πολύ ισχυρό και οικονομικά ιδιαίτερα δυναμικό γερμανικό στοιχείο. Οι Σουδήτες γερμανόφωνοι δεν αποδέχτηκαν την απώλεια της πρωτοκαθεδρίας στα δρώμενα της χώρας, όπου συγκατοικούσαν με τους Τσέχους από τις αρχές του Μεσαίωνα, ούτε και την υποβάθμισή τους σε ρόλο παρατηρητή.

Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1921, στο έδαφος της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας ζούσαν 13,6 εκατομμύρια κάτοικοι. Εξ αυτών τα 6,8 εκατομμύρια (ποσοστό 51%) ήταν Τσέχοι, ενώ οι Σουδήτες γερμανόφωνοι ανέρχονταν σε 3,1 εκατομμύρια (ποσοστό 23,4%). Οι Σλοβάκοι αριθμούσαν 1,9 εκατομμύρια (ποσοστό 14,5%), οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν διαμορφωμένη εθνική συνείδηση, καθότι οι περιοχές της Σλοβακίας επί μια χιλιετία βρίσκονταν υπό την επιρροή των Ούγγρων. Η ουγγρική μειονότητα της Τσεχοσλοβακίας αριθμούσε 750 χιλιάδες άτομα, ενώ στην περιοχή της Υπερκαρπαθίας (σημερινή Δυτική Ουκρανία) ζούσε μισό εκατομμύριο Ρουθηνών, Ουκρανών και Ρώσων. Στην Τσεχοσλοβακία του μεσοπολέμου διαβιούσαν κι άλλες μικρότερες μειονότητες Πολωνών, Ρουμάνων και κυρίως Εβραίων. Οι γερμανόφωνοι Εβραίοι διέθεταν ισχυρές κοινότητες σε όλα τα αστικά κέντρα της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πράγα. Εκεί η κοινότητά τους, αρχικά περιορισμένη σε ένα άθλιο γκέτο, αριθμούσε 60.000 άτομα, δηλαδή ήταν η τρίτη σε μέγεθος κοινότητα της πρωτεύουσας μετά τους Τσέχους (600.000) και τους Γερμανούς (300.000).
Η προσπάθεια για τη δημιουργία «τσεχοσλοβακικού έθνους» και «τσεχοσλοβακικής γλώσσας» απέτυχαν, καθώς τα δύο έθνη, Τσέχοι και Σλοβάκοι, παρά τη γλωσσική και γεωγραφική τους γειτνίαση, διέθεταν εντελώς διαφορετικές ιστορικές καταβολές: οι Τσέχοι από το 1620 αποτελούσαν τμήμα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, από τους οποίους άρχισαν να χειραφετούνται στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ οι Σλοβάκοι έζησαν μια χιλιετία υπό την κυριαρχία των Ούγγρων. Η σλοβακική άρχουσα τάξη είχε ουσιαστικά εκμαγυαριστεί. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως το 1918 στη Σλοβακία υπήρχαν μόνο 300 σλοβακικά σχολεία βασικής εκπαίδευσης και κανένα ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ την ίδια εποχή τα αντίστοιχα ουγγρικά ξεπερνούσαν τον αριθμό των 3.000. Ακόμα χειρότερη ήταν η κατάσταση στην Υπερκαρπαθία, τόσο στην εκπαίδευση, όσο και σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο.
Ενόσω ο πληθυσμός της Σλοβακίας και της Υπερκαρπαθίας ήταν κατά κανόνα αγροτικός, οι Τσέχοι και οι Γερμανοί ζούσαν κυρίως σε αστικές περιοχές που γνώρισαν ιδιαίτερη βιομηχανική ανάπτυξη. Μετά τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, η Τσεχία «κληρονόμησε» το 60 έως 70% του βιομηχανικού δυναμικού της Αυστροουγγαρίας και το πυκνότερο, ίσως, σιδηροδρομικό δίκτυο της Ευρώπης. Η τσεχική ελίτ εξοστράκισε τη γερμανόφωνη όχι μόνο από την πολιτική διοίκηση, αλλά και από τις οικονομικές δραστηριότητες της νέας χώρας. Οι Τσέχοι στελέχωσαν τον διοικητικό μηχανισμό της Σλοβακίας και της Υπερκαρπαθίας, περιοχές τις οποίες εν πολλοίς εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά, αντιμετωπίζοντας τες με όρους αποικιοκρατίας.
Η τσεχική αστική τάξη εδραιώθηκε οικονομικά και πολιτικά στην ενιαία Τσεχοσλοβακία. Σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση με την πλειονότητα των Σουδητών, οι οποίοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄30 υποστήριζαν κυρίως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει ραγδαία μετά την οικονομική κρίση του 1929, η οποία έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις γερμανόφωνες περιοχές, με αποτέλεσμα η ανεργία να φτάσει σε θεόρατα ύψη. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία στη γειτονική Γερμανία και η εγκαθίδρυση φασιστικών ή αυταρχικών καθεστώτων στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, έφεραν την Τσεχοσλοβακία σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Παράλληλα, απέτυχαν οι διπλωματικές της προσπάθειες για δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας. Η τσεχοσλοβακική ηγεσία δίσταζε να συνταχθεί με τη Σοβιετική Ρωσία, μολονότι η Μόσχα είχε απευθύνει επανειλημμένα σχετικές προτάσεις στρατιωτικής συνεργασίας προς την Πράγα, προκειμένου να μην ενισχύσει την επιχειρηματολογία των ναζί ότι αποτελεί «συνοδοιπόρο των μπολσεβίκων».
Την ίδια στιγμή, το Λονδίνο απασχολημένο με τα προβλήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τα σκάνδαλα της βασιλικής Αυλής, υιοθέτησε στην Ευρώπη την «τακτική του κατευνασμού» (appeasement), την ίδια στιγμή που η χιτλερική Γερμανία «ανέβαζε στροφές» επιζητώντας διεύρυνση του ζωτικού της χώρου (Lebensraum) προς την Ανατολή. Ο δρόμος ανατολικά περνούσε υποχρεωτικά μέσω Τσεχοσλοβακίας και ο μοχλός για την επίτευξη αυτού του στόχου δεν ήταν άλλος από την αξιοποίηση των Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας. Το Κόμμα των τελευταίων (SdP) υπό την ηγεσία του Κόνραντ Χένλαϊν, ενός καθηγητή σωματικής αγωγής, έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1933 ως υπερκομματική παράταξη όλων των γερμανοφώνων της Τσεχοσλοβακίας. Σύντομα, ωστόσο, αποκατέστησε στενές επαφές με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ και στην τακτική του κυριάρχησε η ακραία παγγερμανική προπαγάνδα του Φύρερ. Στις εκλογές του 1935 το κόμμα του Χένλαϊν απέσπασε τις ψήφους των 2/3 των γερμανοφώνων της Τσεχοσλοβακίας περιθωριοποιώντας σταδιακά τους σοσιαλδημοκράτες και τις υπόλοιπες δημοκρατικές παρατάξεις των Σουδητών.
Την ίδια χρονιά (1935) παραιτήθηκε από το προεδρικό αξίωμα της Τσεχοσλοβακίας ο 85χρονος Τόμας Μάσαρυκ, παραδίδοντας το «δακτυλίδι» της εξουσίας στον στενό του συνεργάτη Έντουαρντ Μπένες, υπουργό Εξωτερικών μέχρι τότε. Στη δημοκρατική Τσεχοσλοβακία άρχισαν να αναζητούν όλο και πιο συχνά καταφύγιο Εβραίοι και αντιφασίστες πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία. Ο Μπένες, συνειδητοποιώντας τη ναζιστική έξαρση στη γειτονική χώρα, επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τις αντιναζιστικές παρατάξεις των Σουδητών, με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στις παραμεθόριες περιοχές και την πρόσληψη Σουδητών υπαλλήλων στους δημόσιους οργανισμούς. Η πρωτοβουλία αυτή εκδηλώθηκε πολύ αργά και δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την κυριαρχία των Εθνικοσοσιαλιστών στους κόλπους των Σουδητών.

Στο μεταξύ, ο Χίτλερ, εκμεταλλευόμενος την παθητική στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας, εμπέδωσε τη στρατιωτική συμμαχία με την φασιστική Ιταλία, ενώ επενέβη στην Ισπανία υποστηρίζοντας τον ομοϊδεάτη του Φράνκο. Στις αρχές του 1938 ανήγγειλε δημόσια την πρόθεσή του να προσαρτήσει στο Ράιχ τις περιοχές κρατών, όπου ζούσαν 10 εκατομμύρια Γερμανοί. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιά προέβη στην προαναγγελμένη προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας, ένα βήμα το οποίο η Βρετανία και η Γαλλία αποδέχτηκαν ως «αναπότρεπτο γεγονός», χωρίς έστω να αρθρώσουν την παραμικρή διπλωματική διαμαρτυρία. Ο Χίτλερ έφτασε στη γενέτειρά του γνωρίζοντας στιγμές αποθέωσης. Οι ναζιστές επιτελείς στη Βιέννη άρχισαν από την πρώτη στιγμή να καταδιώκουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, φυλακίζοντας τον αυστριακό Καγκελάριο Κουρτ φον Σούσνιγκ και εγκαινιάζοντας ένα πογκρόμ διώξεων και ταπεινώσεων εις βάρος των Εβραίων της χώρας. Λίγους μήνες αργότερα, στην Αυστρία πάντοτε, άρχισε να λειτουργεί το στρατόπεδο εξόντωσης του Μαουτχάουζεν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, κι ενώ κορυφαία στελέχη των ναζί έσπευδαν να καθησυχάσουν τη βρετανική κυβέρνηση ότι οι απαιτήσεις τους είχαν ικανοποιηθεί δίχως πρόθεση περαιτέρω επέκτασης, ο ίδιος ο Χίτλερ ανακοίνωνε στους έκπληκτους στρατηγούς του την «αμετάκλητη απόφαση» για διάλυση της Τσεχοσλοβακίας με τη χρήση στρατιωτικής βίας. Ο ηγέτης του Γ΄ Ράιχ άρχισε να επεξεργάζεται με τους επιτελείς του το σχέδιο στρατιωτικής επέμβασης στην Τσεχοσλοβακία υπό την κωδική ονομασία Fall Grün (Πράσινη Περίπτωση). Ας σημειωθεί πως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, το μήκος της γερμανο-τσεχοσλοβακικής μεθοριακής γραμμής επιμηκύνθηκε από 1.539 σε 2.117 χιλιόμετρα, αδυνατίζοντας τις αμυντικές δυνατότητες της Τσεχοσλοβακίας, η οποία μέχρι τότε είχε δαπανήσει τεράστια ποσά για τη θωράκιση των συνόρων της με τη Γερμανία.

Ο Χίτλερ, στο σχετικό διάταγμα που υπέγραψε για τη στρατιωτική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, την οποία προγραμμάτιζε για τις αρχές Οκτωβρίου του 1938, έκανε λόγο για πρόκληση θερμού επεισοδίου που θα επέτρεπε την παρέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων. Το σχετικό σχέδιο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, προμελετημένη δολοφονία του Γερμανού πρέσβη στην Πράγα, η οποία θα αποδιδόταν στους Τσέχους. Ομολογουμένως ο Χίτλερ δεν είχε σε ιδιαίτερη υπόληψη τους διπλωμάτες του, καθώς λίγο πριν την προσάρτηση της Αυστρίας αντίστοιχο σχέδιο προέβλεπε τη δολοφονία του Γερμανού πρέσβη στη Βιέννη. Παράλληλα, διέταξε τους επιτελείς του να επιταχύνουν τα εξοπλιστικά προγράμματα προβαίνοντας τάχιστα στην κατασκευή ενός τεραστίου αμυντικού τείχους κατά μήκος της γερμανο-γαλλικής μεθορίου για την ακραία περίπτωση που η Γαλλία προχωρούσε σε επιθετική ενέργεια μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία.
Λίγες μόλις ημέρες έπειτα τον θρίαμβό του στην Αυστρία, ο Χίτλερ συναντήθηκε με τον Κόνραντ Χένλαϊν, ηγέτη των Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας, τον οποίο παρότρυνε να προβάλει τέτοιες αξιώσεις, ώστε η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση να μην μπορεί να τις υιοθετήσει. Τον Απρίλιο του 1938 ο Χένλαϊν, κατά τη διάρκεια συνεδρίου του κόμματός του στη λουτρόπολη Κάρλοβι Βάρι, κατέθεσε ένα πρόγραμμα εξωφρενικών διεκδικήσεων που κανένα δημοκρατικό κράτος σεβόμενο την ακεραιότητά του και τις δημοκρατικές του αξίες δεν θα μπορούσε να κάνει αποδεκτό. Παράλληλα, οι παραστρατιωτικές ομάδες των Σουδητών έθεσαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο αποσταθεροποίησης των γερμανόφωνων περιοχών προκαλώντας διάφορα επεισόδια.
Η κυβέρνηση της Πράγας δεν άντεξε τον πόλεμο νεύρων κι έτσι στις 20 Μαΐου του 1938 κήρυξε γενική επιστράτευση, επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο στις σουδητικές περιοχές. Με τον τρόπο αυτό αποκάλυψε στους Γερμανούς επιτελείς τα αδύνατα σημεία της. Η επιστράτευση οδήγησε στη διεθνοποίηση του θέματος της Σουδητίας, για την επίλυση του οποίου άρχισε να κινητοποιείται τόσο η σύμμαχος Γαλλία, όσο και η Βρετανία, η οποία άρχισε να πιέζει αφόρητα και σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερα άκομψα τις τσεχοσλοβακικές αρχές, προκειμένου να επιδείξουν διαλλακτική στάση έναντι των Σουδητών. Τον Αύγουστο του 1938, ο λόρδος Βάλτερ Ράνσιμαν έφτασε στην Πράγα με ειδική διπλωματική αποστολή. Στόχος του ήταν να «συνετίσει» την τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που το Κόμμα των Σουδητών ενέτεινε τις προκλητικές του ενέργειες, προβαίνοντας ακόμα και σε ένοπλες επιθέσεις εναντίον τσεχικών αστυνομικών σταθμών και δημοσίων υπηρεσιών.
Απαυδισμένος από τις πιέσεις της βρετανικής κυβέρνησης ο Πρόεδρος Μπένες αποφάσισε να καταθέσει το 4ο κατά σειρά σχέδιο για τη διευθέτηση της κρίσης στις σουδητικές περιοχές. Στις 5 Σεπτεμβρίου, κάλεσε τους επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας των Σουδητών στο Κάστρο της Πράγας, έδρα της Προεδρίας της Δημοκρατίας και τους επέδωσε μια λευκή κόλλα χαρτιού προτρέποντάς τους να απαριθμήσουν όλα τα αιτήματα της παράταξής τους, υποσχόμενος εκ των προτέρων ότι θα τα συνυπογράψει. Έκπληκτοι, οι αντιπρόσωποι των Σουδητών Ερνστ Κουντ και Βίλεμ Σεμπεκόφσκι κατέγραψαν όλα τα αιτήματα που μέχρι τότε είχε εκφράσει ο Χένλαϊν. Ο Πρόεδρος Μπένες υπέγραψε το έγγραφο και έπειτα από μια τετράωρη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου έπεισε τα μέλη της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης για την αναγκαιότητα έγκρισης των γερμανικών αιτημάτων, τα οποία ουσιαστικά επικύρωναν τη θέσπιση μιας ευρύτατης αυτονομίας για τις περιοχές των Σουδητών, προκειμένου να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση με τη Γερμανία. Στο σχετικό ανακοινωθέν Τύπου που εκδόθηκε, αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι οι υποχωρήσεις υιοθετήθηκαν «εξαιτίας των άνευ προηγουμένου πιέσεων που άσκησαν οι φίλοι μας από το εξωτερικό».

Η επικύρωση των γερμανικών επιδιώξεων προκάλεσε απογοήτευση όχι μόνο στους Τσεχοσλοβάκους πατριώτες και στους δημοκράτες Γερμανούς, αλλά παραδόξως και στην ίδια την ηγεσία των Σουδητών. «Θεούλη μου, αυτοί μας τάδωσαν όλα!» φέρεται να κραύγασε ο Καρλ Χέρμαν Φρανκ, υπαρχηγός του Χένλαϊν. Ο τελευταίος, εκνευρισμένος από την απροσδόκητη εξέλιξη αναχώρησε για τη Νυρεμβέργη, προκειμένου να συμμετάσχει στο συνέδριο του ναζιστικού κόμματος και να λάβει νέες οδηγίες από τον Χίτλερ. Η γερμανική ηγεσία δεν άργησε να βρει αφορμή για να απορρίψει τις υπερβολικά γενναιόδωρες παραχωρήσεις της Πράγας Στις 7 Σεπτεμβρίου, στελέχη της παράταξης των Σουδητών προκάλεσαν επεισόδια στην Οστράβα της Μοραβίας και με το επιχείρημα ότι η ντόπια χωροφυλακή είχε χρησιμοποιήσει βία για την καταστολή τους, μη διστάζοντας να «κακοποιήσει» ακόμα και βουλευτές των Σουδητών, απέρριψε και το «4ο σχέδιο», διακόπτοντας οριστικά τις συνομιλίες με εκπροσώπους της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης.
Την ίδια μέρα, και καθώς κορυφώνονταν οι προετοιμασίες του ναζιστικού συνεδρίου στη Νυρεμβέργη, όπου είχαν προσέλθει πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη και στελέχη των ναζί, η γνωστή βρετανική εφημερίδα The Times, η οποία παραδοσιακά απηχούσε τις απόψεις της επίσιμης διπλωματίας, κυκλοφόρησε προτρέποντας στο κύριο άρθρο της την Πράγα να παραχωρήσει στη Γερμανία «τις παραμεθόριες περιοχές, στις οποίες ζει ένας αλλοεθνής πληθυσμός που συγγενεύει με ένα έθνος με το οποίο τον συνδέουν φυλετικοί δεσμοί». Παράλληλα, εμφάνιζε ως σημαντικό πλεονέκτημα για την Τσεχοσλοβακία «τη δημιουργία ενός εθνικά ομοιγενούς κράτους». Το δημοσίευμα αυτό αποτέλεσε άλλη μια ψυχρολουσία για τους Τσεχοσλοβάκους αξιωματούχους, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι το Λονδίνο, όπως και το Παρίσι, είχαν ήδη προεξοφλήσει τον διαμελισμό της χώρας προκειμένου να κατευνάσουν τον Χίτλερ. Από την άλλη πλευρά, η ναζιστική ηγεσία απόκτησε νέα πειστήρια αναφορικά με την απροθυμία της Βρετανίας και της Γαλλίας να εμπλακούν σε έναν πόλεμο για το χατίρι της Τσεχοσλοβακίας.
Η επίδειξη πυγμής έναντι της Τσεχοσλοβακίας αποτυπώθηκε στις μεγαλεπήβολες φιέστες που διοργάνωσαν οι ναζί κατά τη διάρκεια του οκταήμερου συνεδρίου τους στη Νυρεμβέργη. Αποκορύφωμά αποτέλεσε η γνωστή ομιλία του ίδιου του Χίτλερ στις 12 Σεπτεμβρίου στο πεδίο Zeppelin. Ο Φύρερ δεν άφησε περιθώρια παρεξηγήσεων για τη «μη αναστρέψιμη απόφασή του» αναφορικά με την προσάρτηση των τσεχοσλοβακικών εδαφών. Οι ηγεσίες της Βρετανίας και της Γαλλίας αντί να κινητοποιηθούν στρατιωτικά, όπως επέβαλαν, ειδικά στην τελευταία, οι εγγυήσεις που είχε παράσχει στην Πράγα για στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση εκδήλωσης επιθετικής ενέργειας, προέκριναν την «επιχείρηση κατευνασμού» του Χίτλερ. Σε αυτή την προσπάθεια πρωταγωνιστούσαν Βρετανοί υπουργοί, διπλωμάτες και άλλοι κρατικοί λειτουργοί, οι οποίοι δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για τα «επιτεύγματα» των ναζί στη Γερμανία. Μεταξύ αυτών και ο Νέβιλ Χέντερσον, πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητας στο Βερολίνο, ο οποίος στις εκθέσεις του από το συνέδριο της Νυρεμβέργης εκθείαζε το οργανωτικό πνεύμα και τη φρεσκάδα που είχε κομίσει ο Εθνικο-σοσιαλισμός στην πολιτική ζωή της Ευρώπης. Ο ίδιος συνιστούσε επίμονα να απορριφθεί κάθε ενέργεια ή χειρονομία που θα μπορούσε να εκνευρίσει τον «κύριο Χίτλερ». Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος πρέσβης ζήτησε τον Μάιο του 1938 από τους ποδοσφαιριστές του εθνικού συγκροτήματος της Αγγλίας να χαιρετίσουν ναζιστικά στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνον, κατά την έναρξη φιλικού αγώνα με το αντίστοιχο εθνικό συγκρότημα της Γερμανίας, ως «χειρονομία φιλοφρόνησης» προς τους οικοδεσπότες τους.
Η εμπρηστική ομιλία του Χίτλερ στη Νυρεμβέργη αναμεταδόθηκε ζωντανά μέσω ραδιοφώνου στις πόλεις και τα χωριά των Σουδητών. Οι τελευταίοι, εν αναμονή των γερμανικών αρμάτων μάχης, άρχισαν να επιτίθενται αμέσως σε σταθμούς χωροφυλακής, σιδηροδρομικούς σταθμούς και άλλα δημόσια κτήρια. Λόγω της ανεξέλεγκτης κατάστασης στην περιοχή επενέβη ο τσεχοσλοβακικός στρατός, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δεκάδες θύματα και στις τάξεις των Σουδητών, αλλά και σε εκείνες της χωροφυλακής. Στη Σουδητία επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος, ενώ οι ηγέτες των Σουδητών κατέφυγαν στη Γερμανία. Ο Μπένες, μολονότι δημόσια διαβεβαίωνε τους συμπατριώτες του ότι τόσο ο ίδιος, όσο και τα κυβερνητικά και τα στρατιωτικά στελέχη ήταν αποφασισμένα να αντισταθούν σε κάθε έξωθεν επιβουλή, άρχισε να αμφιβάλει για τις ικανότητες της χώρας να αντισταθεί σε μια γερμανική επίθεση δίχως έξωθεν συνδρομή. Παράλληλα. δίσταζε να αποδεχτεί τις προτάσεις της Μόσχας για αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προκειμένου να μην κατηγορηθεί από τους Δυτικούς συμμάχους ότι προέκρινε έναν συνασπισμό με τους μπολσεβίκους. Ας σημειωθεί ότι η Τσεχοσλοβακία και η ΕΣΣΔ δεν διέθεταν κοινά σύνορα και ήταν απαραίτητο να συναινέσουν η Ρουμανία ή η Πολωνία για τη διέλευση σοβιετικών στρατευμάτων από το έδαφός τους, αίτημα που οι δύο χώρες είχαν εκ προοιμίου απορρίψει. Η Πολωνία μάλιστα δεν έκρυβε τις εχθρικές προθέσεις της έναντι της Πράγας, καθώς επιδίωκε την προσάρτηση της περιοχής του Τιέσιν, όπου διέμενε η πολωνική μειονότητα.

Η Μόσχα προέβη σε διπλωματικά διαβήματα προς το Παρίσι και το Λονδίνο, προτρέποντας τις δύο χώρες να συνασπισθούν μαζί της προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις επιθετικές διαθέσεις του Χίτλερ. Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας, έθετε ως προϋπόθεση για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας την εμπλοκή της Γαλλίας σε πόλεμο κατά της Γερμανίας. Η γαλλική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Εντουάρ Νταλαντιέ, αποδυναμωμένη από τις εσωτερικές διαμάχες και τη διαφαινόμενη απροθυμία του Τσάμπερλεϊν να συνταχθεί μαζί της, αποφάσισε οριστικά να μην επιτεθεί στη Γερμανία. Ο Μπένες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μην απομονωθεί από τη σύμμαχο Γαλλία, απέστειλε στις 15 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι τον υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάρομιρ Νέτσας, με την οδηγία να γνωστοποιήσει εμπιστευτικά στη γαλλική κυβέρνηση την πρόθεσή του να παραχωρήσει στη Γερμανία ορισμένες παραμεθόριες περιοχές. Το σχέδιό του προέβλεπε την παραχώρηση περιοχών έκτασης 4 έως 6.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι προς αυτές θα μετακινούνταν επιπλέον 1,5 εκατομμύριο Σουδήτες που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Τσεχοσλοβακίας.
Εν τω μεταξύ την ίδια μέρα, 15 Σεπτεμβρίου 1938, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεϊν πραγματοποίησε απρόσμενα το πρώτο αεροπορικό του ταξίδι κατευθυνόμενος από το Λονδίνο προς στο Μπερχτεσγκάντεν με σκοπό να αποτρέψει τον Χίτλερ από τα επιθετικά του σχέδια. Ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε το ταξίδι αυτό «ως τη μεγαλύτερη βλακεία της ιστορίας». Ο Τσάμπερλεϊν ωστόσο ήταν πεπεισμένος ότι η επιτυχής έκβαση της αποστολής του θα απέτρεπε μια νέα πολεμική περιπέτεια μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι οι πασιφιστικές τάσεις, τις οποίες εξέφραζε, ανταποκρίνονταν στις διαθέσεις της συντριπτικής πλειονότητας όχι μόνο των Βρετανών και των Γάλλων πολιτών, αλλά και των ίδιων των Τσέχων! Η «ειρηνευτική αποστολή» του Τσάμπερλεϊν στη Γερμανία χαιρετίστηκε ενθουσιωδώς από το σύνολο των βρετανικών εφημερίδων. Μόνο ένας διαδηλωτής βρέθηκε στο αεροδρόμιο του Λονδίνου με ένα πλακάτ που έγραφε «Υπερασπίσου την Τσεχοσλοβακία. Όχι υποχωρήσεις στον Χίτλερ!» Στην ίδια την Τσεχοσλοβακία μόνο δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα, οι κομμουνιστές και δεξιοί εθνικιστές, εξέφρασαν την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν τη χώρα, ανεξαρτήτως από το εάν θα έφτανε ή όχι βοήθεια από το εξωτερικό. Αθροιζόμενες, οι εν λόγω δύο παρατάξεις εκπροσωπούσαν μετά βίας το 20% του εκλογικού σώματος!
Οι ηγέτες της Βρετανίας και της Γαλλίας, σφιχτά προσδεμένοι στην «πολιτική του κατευνασμού», επέλεξαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του Χίτλερ. Aξιοποιώντας το εμπιστευτικό σχέδιο του Μπένες, άρχισαν να πιέζουν την τσεχοσλοβακική πλευρά να παραχωρήσει στη Γερμανία τις περιοχές εκείνες, όπου οι Σουδήτες αποτελούσαν το 51% του πληθυσμού. Ενόσω η κατάσταση στη Σουδητία προσέλαβε χαρακτήρα ανοιχτής σύγκρουσης, ο Μπένες αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της στρατιωτικής ηγεσίας για κήρυξη επιστράτευσης. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να προκληθεί βαθιά απογοήτευση σε εκείνα τα πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη που επέμειναν στην επίδειξη πατριωτικής στάσης. Αρκετοί κυβερνητικοί παράγοντες υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, με αποτέλεσμα να προκληθεί κυβερνητική κρίση. Η ηττοπαθής στάση του Έντουαρντ Μπένες αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο συζήτησης και αντικρουόμενων ερμηνειών. Ορισμένοι Τσέχοι ιστορικοί αποδίδουν την απροθυμία του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου να αντισταθεί στους ναζί στην πρόθεσή του να αποφύγει μια «στρατηγική ήττα», η οποία θα λύγιζε για δεκαετίες το φρόνημα των Τσεχοσλοβάκων. Σημειώνουν ότι ο Μπένες, έχοντας προβλέψει την επερχόμενη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την αναπόφευκτη ήττα της Γερμανίας, υιοθέτησε μια στάση που μεταπολεμικά θα ωφελούσε την Τσεχοσλοβακία και το λαό της, χωρίς να υποστεί ιδιαίτερες απώλειες.

Η τσεχοσλοβακική κρίση κορυφώθηκε μετά τη νέα επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Τσάμπερλεϊν στις 22 Σεπτεμβρίου στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, όπου έκπληκτος διαπίστωσε ότι ο Χίτλερ ζητούσε πια όχι μόνο την προσάρτηση της Σουδητίας, αλλά και την εκδίωξη όλων των μη Γερμανών από εκεί. Κατόπιν τούτου, η Τσεχοσλοβακία, με διαλυμένη ουσιαστικά την πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία, κήρυξε τελικά επιστράτευση, ενώ σε μερική επιστράτευση προέβησαν επίσης η Βρετανία και η Γαλλία. Τόσο ο Χίτλερ, όσο και οι επιτελείς του είχαν λάβει, ωστόσο, εμπιστευτικές πληροφορίες από κορυφαία στελέχη της βρετανικής διπλωματίας, ότι το Λονδίνο, και κατ’ επέκταση και η Γαλλία, δεν επρόκειτο να εμπλακούν σε πόλεμο με τη Γερμανία εξαιτίας μιας χώρας, το όνομα της οποίας, όπως αναφερόταν, η πλειονότητα των πολιτών τους δεν ήξερε ούτε καν να προφέρει!
Peace for our time – 1938
Στις 27 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ παρέδωσε τελεσίγραφο στον Βρετανό πρωθυπουργό, με το οποίο του γνωστοποιούσε την πρόθεση να προσαρτήσει την Τσεχοσλοβακία, εάν μέχρι τις 2 το μεσημέρι της επόμενης ημέρας δεν του πρότεινε κάποια ικανοποιητική λύση. Ο Τσάμπερλεϊν, σε ομιλία του στο βρετανικό ραδιόφωνο, προανήγγειλε την πρόθεσή του να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Χίτλερ θυσιάζοντας την Τσεχοσλοβακία, προκειμένου να αποφύγει μια πολεμική αναμέτρηση.
«Είναι φοβερό και απίστευτο να υποχρεώνεσαι να ανοίγεις ορύγματα και να φοράς μάσκες αερίου για μια διαφορά που έχει ξεσπάσει σε μια μακρινή χώρα, για τους κατοίκους της οποίας δεν γνωρίζουμε τίποτα. Παρά τα αισθήματα συμπάθειας που τρέφουμε για αυτό το μικρό έθνος, που απέναντί του έχει έναν μεγάλο και ισχυρό γείτονα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις περιστάσεις, δεν μπορούμε να κηρύξουμε σε κατάσταση πολέμου ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία, μόνο και μόνο εξαιτίας του», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Την επόμενη, ο Βρετανός Πρωθυπουργός απέστειλε επιστολή στον Χίτλερ, στην οποία ανέφερε ότι « όλα τα θεμελιώδη μπορούν να επιλυθούν χωρίς πόλεμο και χωρίς αναβολή». Παράλληλα, απευθύνθηκε στον Μουσολίνι, ζητώντας του να μεσολαβήσει στη σύγκληση διάσκεψης για την ικανοποίηση των γερμανικών απαιτήσεων. Στις 29 Σεπτεμβρίου, στο Μόναχο, συναντήθηκαν οι ηγέτες της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας, απουσία οποιουδήποτε εκπροσώπου της Τσεχοσλοβακίας, οι απεσταλμένοι της οποίας αποκλείστηκαν σε έναν προθάλαμο, προκειμένου να πληροφορηθούν κατόπιν εορτής τα αποτελέσματα μιας διάσκεψης κορυφής που αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους!
Η διάσκεψη άρχισε τις απογευματινές ώρες της 29ης Σεπτεμβρίου στο κτήριο Φύρερμπαου της βαυαρικής πρωτεύουσας και ολοκληρώθηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 30ης Σεπτεμβρίου. Το κείμενο του Συμφώνου, που υπέγραψαν οι ηγέτες των τεσσάρων χωρών, αποτελούνταν από οκτώ άρθρα. Η τελική πράξη εμφανίστηκε μεν ως πρόταση του Μουσολίνι, είχε όμως συνταχθεί νωρίτερα από τον Γκέρινγκ. Βάσει της τελευταίας, η Τσεχοσλοβακία υποχρεωνόταν να παραχωρήσει στη Γερμανία όλες τις περιοχές της Σουδητίας εντός δεκαημέρου. Η παράδοση των περιοχών επρόκειτο να αρχίσει την αμέσως επόμενη ημέρα. Το κείμενο του Συμφώνου- τελεσιγράφου επιδόθηκε χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις στους εκπροσώπους της Τσεχοσλοβακίας, προκειμένου να το διαβιβάσουν στην κυβέρνησή τους.

Μετά την ολοκλήρωση της διάσκεψης και την υπογραφή του Συμφώνου, ο Χίτλερ είχε μια νέα συνάντηση με τον Τσάμπερλεϊν. Οι δύο άνδρες υπέγραψαν μια κοινή διακοίνωση, η οποία επισφράγιζε την πρόθεσή τους να μην οδηγηθούν σε πόλεμο. Στο σχετικό γερμανο-βρετανικό ανακοινωθέν αναφέρονταν χαρακτηριστικά τα εξής: «Εμείς, ο Γερμανός Φύρερ και καγκελάριος και ο Βρετανός πρωθυπουργός, είχαμε σήμερα μια ακόμα συνάντηση και συναινέσαμε στο ότι οι αγγλο- γερμανικές σχέσεις αποτελούν ζήτημα πρωτίστης σημασίας και για τις δύο χώρες και για την Ευρώπη. Θεωρούμε το Σύμφωνο που υπογράψαμε χθες, όπως και την αγγλο-γερμανική συμφωνία για τον πολεμικό στόλο, ως σύμβολα της επιθυμίας των δύο εθνών μας να μην εμπλακούν σε έναν νέο πόλεμο, μαχόμενα το ένα εναντίον του άλλου».
Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του περιεχομένου του Συμφώνου του Μονάχου συνήλθε για ένα τέταρτο η υπηρεσιακή τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, η οποία, χωρίς ψηφοφορία, αποφάσισε να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του. Ο αρχηγός του στρατού, στρατηγός Λούντβικ Κρέιτσι, διέταξε την απόσυρση των τσεχοσλοβακικών μονάδων από τις σουδητικές περιοχές, τις οποίες από την 1 η Οκτωβρίου άρχισε να καταλαμβάνει σταδιακά ο γερμανικός στρατός. Οι Τσεχοσλοβάκοι στρατιώτες αποσύρθηκαν χωρίς να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά, έτσι για την «τιμή των όπλων», παραδίδοντας στους ναζί άθικτα τα σύγχρονα οχυρά με τον οπλισμό τους.

Ο Τσάμπερλεϊν επιστρέφοντας στο Λονδίνο εμφανίστηκε στην πόρτα του αεροσκάφους κουνώντας θριαμβευτικά το χαρτί της διμερούς αγγλο-γερμανικής διακοίνωσης, βάσει της οποίας είχε, κατά τη σθεναρή του άποψη, αποτραπεί ένας νέος πόλεμος. Δεκάδες χιλιάδες Βρετανοί βγήκαν στους δρόμους για να τον επευφημήσουν κατά μήκος της διαδρομής του από το αεροδρόμιο προς τα βασιλικά Ανάκτορα. Ο επιστρέφοντας στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στρητ, εμφανίστηκε στο παράθυρο και χαιρετίζοντας σύντομα τους χιλιάδες συγκεντρωμένους έδειξε άλλη μια φορά το κείμενο φωνάζοντας «Έντιμη ειρήνη! Ειρήνη για την εποχή μας». Δύο μέρες αργότερα, απευθυνόμενος αυτή τη φορά προς τους Τσέχους, εξέφρασε τη βεβαιότητά του πως «μια μέρα θα καταλάβουν ότι στόχος μας ήταν η σωτηρία τους και ένα ευτυχισμένο μέλλον». Αντίστοιχη θριαμβευτική υποδοχή επεφύλαξαν την ίδια ημέρα και οι Γάλλοι πολίτες στον πρωθυπουργό τους Νταλαντιέ. Αυτός όμως, πιο διορατικός, φέρεται να ψέλισσε «Οι ανόητοι, αν ήξεραν τι επευφημούν!»
Μικρόνοια και εθελοτυφλισμό δεν επέδειξαν μόνο οι ηγέτες της Γαλλίας και της Βρετανίας, αλλά και τα καθεστώτα της Πολωνίας και Ουγγαρίας. Οι αυταρχικοί ηγέτες της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης θεώρησαν πως βρήκαν την ευκαιρία να εκβιάσουν την «ξεπουπουλιασμένη» Τσεχοσλοβακία. Την 1η Οκτωβρίου του 1938, δηλαδή την ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα περνούσαν ανεμπόδιστα στη Σουδητία, η Πολωνία άρχισε να καταλαμβάνει την περιοχή του Τιέσιν, όπου ζούσε πολυάριθμη πολωνική μειονότητα. Τον Νοέμβριο του 1938 η Ουγγαρία ζήτησε και πέτυχε να της παραχωρηθούν εκτεταμένα τμήματα της Σλοβακίας καθώς και η περιοχή της Υπερκαρπαθίας. Έτσι, η Τσεχοσλοβακία μέσα σε ένα δίμηνο απώλεσε, χωρίς να αντισταθεί, το ένα τρίτο των εδαφών και του πληθυσμού της (έκταση 41.000 τετρ. χιλιομέτρων και 4,8 εκατομμύρια πληθυσμό).

Ο Χίτλερ επισκέφτηκε τις προσαρτημένες σουδητικές περιοχές στις 3 Οκτωβρίου, όπου υπήρξε αντικείμενο ενθουσιώδους υποδοχής. Ο Φύρερ, ακόμα στη διάρκεια των εργασιών της διάσκεψης του Μονάχου, εκμυστηρεύτηκε στον Μουσολίνι ότι στόχευε να διαλύσει οριστικά την Τσεχοσλοβακία γιατί με τις 40 μεραρχίες του στρατού της «του έδενε τα χέρια» για την εφαρμογή των επιθετικών του σχεδίων εναντίον της ΕΣΣΔ και της Γαλλίας. Λίγο μετά την υπογραφή του Συμφώνου του Μονάχου, μιλώντας με επιτελείς του, εμφανίστηκε πρόθυμος να σεβαστεί την ακεραιότητα της Τσεχοσλοβακίας για ένα ακόμα εξάμηνο! «Τους επόμενους έξι μήνες δεν πρόκειται να καταλάβω την Πράγα. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο σε αυτό το γεροντάκι », ανέφερε, υπονοώντας τον Τσάμπερλεϊν.
Πράγματι, ο Φύρερ σεβάστηκε αυτό που είχε απομείνει από την πάλαι ποτέ κραταιά Τσεχοσλοβακία μόλις πεντέμισι μήνες. Στις 15 Μαρτίου 1939, το Βερολίνο αναγνώρισε την αποσχιστική σλοβακική κυβέρνηση του καθολικού ιερέα Γιόζεφ Τίσο, ενώ τα στρατεύματά του κατέλαβαν, χωρίς να αντιμετωπίσουν την παραμικρή αντίσταση, ό,τι είχε απομείνει από την Τσεχοσλοβακία, ιδρύοντας το Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας. Η χιτλερική Γερμανία με την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας ενισχύθηκε τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, καθώς τεράστιος όγκος σύγχρονου στρατιωτικού υλικού και μεγάλες βιομηχανικές μονάδες πέρασαν υπό τον έλεγχό της. Επιπλέον, το ηθικό της είχε αναπτερωθεί, ενώ ο Χίτλερ αναδείχθηκε σε ίνδαλμα όλων των Γερμανών. Ο δρόμος της επέκτασης προς Ανατολή και Δύση είχε πλέον ανοίξει διάπλατα.
Munich – The Peace of Paper (1988). Documentary on the 1938 Munich agreement
Eνδεικτική Βιβλιογραφία
