H Μάχη του Somme (1η Ιουλίου – 18 Νοεμβρίου 1916). Η βρετανική διάσταση

Δεκαετίες ολόκληρες έπειτα από τη διεξαγωγή της, είναι επιτακτικό η Μάχη του Somme να καταλάβει τη θέση που τής αναλογεί μέσα στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Κυρίως δε, να απαντηθούν ορισμένα καίρια ερωτήματα. Για ποιό λόγο διεξήχθη; Γιατί έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο σημείο, χρονική συγκυρία και με συγκεκριμένο τρόπο; Τέλος, ποιές υπήρξαν οι συνέπειες;

Το 1914, το σχέδιο Schlieffen απέτυχε να επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. Το αντίθετο, μάλιστα. Το δυτικό μέτωπο περιήλθε σε μία περίοδο σχετικής στασιμότητας. Την ίδια στιγμή, ο στόχος των Γερμανών ήταν η καταφορά μιας αποφασιστικής νίκης κατά των Ρώσων. Βέβαια, για τους Γάλλους στρατιώτες η αδράνεια δεν έπρεπε να θεωρείται ως δεδομένη, από τη στιγμή, κατά την οποία ο αρχιστράτηγος Joffre δεν έχανε ευκαιρία να εξαπολύει επιθέσεις, τη μία έπειτα από την άλλη, εναντίον των καλά οχυρωμένων γερμανικών θέσεων για δύο λόγους: α) για αντιπερισπασμό, προς ανακούφιση των Ρώσων συμμάχων και β) για την απελευθέρωση τμήματος, τουλάχιστον, της εθνικής επικράτειας που εξακολουθούσε να τελεί υπό γερμανική κατοχή. Καθ’ όλο το έτος 1915, η προσοχή των πάντων ήταν στραμένη αλλού. Των Γερμανών προς ανατολάς, των Βρετανών προς την κατεύθυνση των Δαρδανελίων. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, οι τελευταίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να στείλουν στη Γαλλία περισσότερα από τα, ούτως ή άλλως ελλειπώς εκπαιδευμένα, στρατεύματα. Για την ώρα αρκούνταν στα απαραίτητα.

Ωστόσο, με τη δύση του 1915, μεταξύ των εμπολέμων κοινή ήταν η πεποίθηση πως το επόμενο έτος ήταν σε θέση να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη του πολέμου στη Δύση. H γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εκπόνησε σχέδιο επίθεσης στο ύψος του Verdun. Σκοπός ήταν η αφαίμαξη μέχρι θανάτου του γαλλικού στρατού. Την ίδια ακριβώς στιγμή, οι Σύμμαχοι, στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης του Chantilly (6-8 Δεκεμβρίου), έθεσαν τα θεμέλια για μία μεγάλη κοινή επίθεση στο σημείο εκείνο του μετώπου όπου τα γαλλικά στρατεύματα εφάπτονταν με τα βρετανικά. Για πρώτη φορά από ενάρξεως των εχθροπραξιών, αναλογούσε στους Βρετανούς ισότιμη συμμετοχή στις επιχειρήσεις.

Η επιλογή εκατέρωθεν του ρου του ποταμού Somme ως κέντρου βάρους της σχεδιαζόμενης επίθεσης υπαγορεύτηκε κυρίως από παράγοντες πολιτικής φύσεως. Ένα πλήγμα στο απώτατο άκρο της προεξοχής της γερμανικής διάταξης, από όπου, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο εχθρός ήταν δυνατό να απωθηθεί στην ίδια ευθεία με τις γραμμές επικοινωνίας του, δεν παρουσίαζε κανένα πλεονέκτημα από στρατηγικής πλευράς. Αντίθετα, πιο ευοίωνες προοπτικές συγκέντρωνε ένας συνδυασμός επιθέσεων (των Γάλλων προς βορρά με σημείο εκκίνησης την Καμπανία και των Βρετανών προς ανατολάς με αντίστοιχο τη Φλάνδρα), ικανός να εξαναγκάσει τους Γερμανούς σε γενική υποχώρηση στον συγκεκριμένο τομέα του μετώπου. Επιπρόσθετα, στο ύψος του Somme, η μορφολογία του εδάφους ήταν ακατάλληλη για ανάληψη επιχειρήσεων αυτής της κλίμακας. Οι Γερμανοί έλεγχαν τα υψώματα, έχοντας προλάβει να τα προστατέψουν με μια σειρά περίτεχνων αμυντικών έργων σε βάθος, από όπου παρακολουθούσαν διεξοδικά τις προετοιμασίες των Συμμάχων. Προφανώς, από την αντίληψη των τελευταίων διέφευγε μία σημαντική παράμετρος. Η περιοχή κάθε άλλο παρά προσφερόταν για την εφαρμογή του μοντέλου Clausewitz – Ναπολέοντα, το οποίο πρέσβευε μία αποφασιστική επίθεση εις βάρος της κύριας δύναμης των αντιπάλων, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη τον γεωγραφικό παράγοντα. Με γνώμονα παρόμοιο σκεπτικό, είχαν λάβει χώρα οι αναμετρήσεις στο Austerlitz και στο Waterloo. Στον πολεμικό σχεδιασμό των συμμαχικών επιτελείων, η ευρύτερη περιοχή του Somme δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να αποκλίνει από τον ίδιο κανόνα. Η εκδήλωση της γερμανικής επίθεσης στο Verdun τον Φεβρουάριο του 1916 και η ομώνυμη μάχη που ακολούθησε, αιφνιδίασε τους Συμμάχους. Η σκέψη όμως, ότι κάπως ανάλογα μπορούσε να εξελιχθεί και η σχεδιαζόμενη για το καλοκαίρι δική τους επίθεση, δεν έδειξε να προβληματίζει κανέναν.

Είναι αλήθεια πως μετά τη συμπλήρωση 18 μηνών από την έναρξη του πολέμου, όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές είχαν κατασταλάξει σε παρεμφερείς εκτιμήσεις σχετικά με τον τρόπο διενέργειας των επιχειρήσεων. Η σύγχρονη τεχνολογία καθιστούσε αδύνατη μία έφοδο του πεζικού, εκτός και αν η τελευταία έχαιρε της κάλυψης μίας μαζικής προπαρασκευαστικής και συνοδευτικής δραστηριότητας του πυροβολικού. Όπως χαρακτηριστικά επισήμαινε ο στρατηγός Philippe Pétain, εναπόκειτο πλέον στο πυροβολικό να κατακτά νέα εδάφη και στο πεζικό να τα προστατεύει. Εάν, όμως, το πεζικό της επιτιθέμενης πλευράς έπρεπε να υπολογίζει στη συνδρομή του πυροβολικού προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του, η αμυνόμενη πλευρά μπορούσε εξίσου να στηριχτεί στο δικό της πυροβολικό για να εξουδετερώσει κάθε επιθετική πρωτοβουλία, να πλήξει τις επικοινωνίες του αντιπάλου και να ανταποδώσει τα πυρά. Η εν γένει εξέλιξη του πολέμου μέσα στο 1914 το είχε καταστήσει σαφές. Τόσο πολύ, μάλιστα, ώστε στις αρχές του 1915 όλοι οι εμπόλεμοι είχαν εξαντλήσει σχεδόν τα αποθέματά τους σε πυρομαχικά. Περί το 1916 όμως, είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν αρκετή ποσότητα για να μετατρέψουν σε κρανίου τόπο το δυτικό μέτωπο. Μία τρομακτική εικόνα, η οποία στοιχειώνει έκτοτε ανελλιπώς τη συνείδηση των ανθρώπων. Προτού καν ξεκινήσει η μάχη, Γάλλοι και Γερμανοί είχαν γευτεί επί τέσσερις μήνες τον εφιάλτη στο Verdun. Για τους Βρετανούς, το τραύμα του Somme υπήρξε ωμό και πρωτόγνωρο. Σημάδεψε την ψυχοσύνθεσή τους και κατέλαβε δεσπόζουσα θέση στον τομέα της συλλογικής μνήμης. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος, για τον οποίο το παρόν κείμενο εστιάζει την προσοχή του στη βρετανική διάσταση και όχι σε εκείνες των Γαλλων συμμάχων ή των Γερμανών αντιπάλων.

Μέσα σε ολόκληρο το 1915 οι Βρετανοί ιθύνοντες καλλιέργησαν συστηματικά μία φρούδα ελπίδα: όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, έτσι και τώρα, η ναυτική ισχύς θα τούς εφοδίαζε με την απαραίτητη ευλυγισία που, με τη σειρά της, θα περιόριζε αισθητά την εμπλοκή τους στις χερσαίες επιχειρήσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Η ατυχής έκβαση της εκστρατείας των Δαρδανελίων έθεσε απότομα τέλος στην παραπάνω ψευδαίσθηση. Ακόμη και οι κύκλοι του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, οι οποίοι ήταν της άποψης πως τα πάντα θα κρίνονταν στο δυτικό μέτωπο, απέφευγαν μέχρι το 1916 να αποστείλουν στη Γαλλία στρατιωτικές δυνάμεις σε ευρεία κλίμακα. Είχαν δε κάθε λόγο να λειτουργούν τοιουτοτρόπως.

Σήμερα, είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς τον βαθμό της έλλειψης προπαρασκευής του βρετανικού στρατού ξηράς το 1914 και των περιορισμένων δυνατοτήτων που αυτός διέθετε ενόψει μιας επιχειρησιακής εμπλοκής επί του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού εδάφους. Η αφρόκρεμα των ούτως ή άλλως πενιχρών χερσαίων δυνάμεων, από κοινού με την πρώτη σειρά των διαθέσιμων εφεδρειών, αποδεκατίστηκαν κατά την πρώτη μάχη του Ypres. Οι νεότευκτες μονάδες του λεγομένου “Στρατού του Kitchener” (Kitchener’s Army), στερούνταν στρατιωτικής εκπαίδευσης, επαρκούς οπλισμού κυρίως δε, πολεμικής πείρας. Οι κατώτεροι αξιωματικοί διακρίνονταν για τον ερασιτεχνισμό τους. Οι ανώτεροι, προάχθηκαν ταχύτατα, αντιστρόφως ανάλογα με τις ικανότητές τους. Ήταν ο μοναδικός τρόπος συμπλήρωσης των κενών σε επίπεδο στελέχωσης. Οι περιορισμένες σε αριθμό και εμβέλεια επιθετικές ενέργειες του 1915 επέτρεψαν σε αρκετούς από αυτούς να αποκτήσουν κάποια σχετική εξοικείωση με τις συνθήκες πολέμου. Για τους περισσότερους όμως, η Μάχη του Somme συνέπεσε με το βάπτισμα του πυρός.

Το διακύβευμα ήταν μεγαλύτερο στην πραγματικότητα. Η τακτική της επίθεσης είχε φωλιάσει όχι μόνο στη συνείδηση του στρατού, αλλά και σε εκείνη ολόκληρου του βρετανικού έθνους. Η “Μεγάλη ώθηση” (The Big Push) παρείχε, πίστευαν, τη δυνατότητα όχι μόνο στο στράτευμα αλλά και στον λαό σύσσωμο να αποδείξουν το μεγαλείο τους και συμπεριφερθούν ως άξιοι κληρονόμοι της ένδοξης Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Με Δαρβίνιους όρους, η νέα προσπάθεια επρόκειτο να λειτουργήσει ως κρίσιμο πρόκριμα για την παραμονή τους στην κατηγορία των ισχυρών. Η προοπτική βαριών απωλειών, όχι εξαιτίας ανικανότητας αλλά ως ένδειξη ηρωικής εθνικής ανάτασης, αντιμετωπιζόταν ως μέρος της όλης δοκιμασίας. Η νέα γενιά, η οποία κατατάχθηκε το 1914 εθελοντικά, απαρτιζόταν από απόφοιτους των δημοσίων σχολείων τόσο σε επίπεδο οπλιτών όσο και κατωτέρων αξιωματικών, που είχαν γαλουχηθεί με την ιδέα όχι τόσο του πολέμου, αλλά της προσφοράς της ζωής τους για το καλό της πατρίδας. Αυτό έπραξαν τελικά οι περισσότεροι, υπό συνθήκες ασύλληπτης φρίκης και τρόμου.

Μία αντιπαραβολή ανάμεσα στη Μάχη του Somme και την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944 θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη για μία πληρέστερη κατανόηση του προβλήματος. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις κυριαρχούσε το συναίσθημα της επικείμενης κρίσιμης συγκυρίας. Επίσης, προηγήθηκε ικανό χρονικό περιθώριο, το οποίο επέτρεψε στην επιτιθέμενη πλευρά να προετοιμαστεί σχολαστικά. Το ζήτημα της ισχύος του βρετανικού στρατού ξηράς βρισκόταν ανέκαθεν στο επίκεντρο της λογιστικής και διοικητικής προετοιμασίας. Το 1916 όμως τέθηκε για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη δοκιμασία. Η 4η Στρατιά του υποστρατήγου Sir Henry Rawlinson, η οποία ήταν επιφορτισμένη με την εξαπόλυση της επίθεσης, αριθμούσε, μαζί με τις αντίστοιχες εφεδρείες, μισό εκατομμύριο άνδρες. Διέθετε, επίσης, μία διόλου ευκαταφρόνητη υποδομή μηχανοκίνητων μέσων μεταφοράς. Αυτό συνεπαγόταν επάρκεια αποθεμάτων σε τρόφιμα, καύσιμα και πυρομαχικά, καθώς και την ύπαρξη και απρόσκοπτη λειτουργία ενός οργανωμένου ακτοπλοϊκού, σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου διασύνδεσης με τα μετόπισθεν. Οι υγειονομικές φροντίδες προβλεπόταν να ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο. Τέλος, υπήρχε μέριμνα για την κομβική παράμετρο των διαβιβάσεων (τηλέγραφος και τηλέφωνο). Τα καλώδια, ειδικότερα εκείνα της πρώτης γραμμής, ήταν θαμένα σε μεγάλο βάθος προκειμένου να αποφύγουν ζημιές οφειλόμενες σε εκρήξεις οβίδων. Όπως συνέβη στην περίπτωση της Νορμανδίας, έτσι και σε εκείνη του Somme, η εν γένει προπαρασκευή υπήρξε υποδειγματική σε λογιστικό επίπεδο. Το γεγονός της τετράμηνης παράτασης των επιχειρήσεων (ανεξαρτήτως του μεγέθους των απωλειών και της τελικής έκβασης) αποτελεί από μόνο του περίτρανη επιβεβαίωση στην πράξη.

Η βρετανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση είχε απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών. Ο στρατηγός Sir Henry Rawlinson, γνώριζε, χάρη στην εμπειρία του 1915, πως ακόμα και με την ισχυρότερη υποστήριξη του πυροβολικού, δεν μπορούσε να προσδοκά κάτι περισσότερο από την κατάληψη της πρώτης γραμμής του αντιπάλου και την προστασία της σε ενδεχόμενο αντεπίθεσης. Μία περαιτέρω ανάπτυξη σε βάθος προϋπέθετε άλλου είδους οργάνωση και, πάνω από όλα, επαναδιάταξη του πυροβολικού. Γι’ αυτόν – όπως και για τον στρατηγό Erich von Falkenhayn λίγο νωρίτερα στο Verdun – το ζητούμενο ήταν η καταφορά του μεγίστου αριθμού ανθρωπίνων απωλειών στις τάξεις του εχθρού. Με άλλα λόγια, πόλεμος φθοράς και όχι πόλεμος κινήσεων και ελιγμών. Σε αντίθεση, ο προϊστάμενός του αντιστράτηγος Sir Douglas Haig, ανώτατος διοικητής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (British Expeditionnary Force), προσέβλεπε στη δημιουργία ενός ρήγματος, με αξιοποίηση, κατόπιν, του τελευταίου από το ιππικό, ακριβώς όπως είχε συμβεί παλαιότερα στη διάρκεια του πολέμου των Boers. Το αποτέλεσμα, το οποίο τελικά προέκυψε, ήταν ένας συμβιβασμός που ανταποκρινόταν στο Ναπολεόντειο αξίωμα: “Εμπλεκόμαστε πρώτα και εν συνεχεία βλέπουμε” (“On s’ engage, et puis on voit“).

Διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο στρατηγών είχε προκύψει και ως προς τον τρόπο αξιοποίησης του πυροβολικού. Ο Haig είχε ταχθεί υπέρ ενός συντριπτικού σφυροκοπήματος των θέσεων του αντιπάλου λίγο προτού εκδηλωθεί η επίθεση. Ο Rawlinson προτιμούσε έναν βομβαρδισμό διαρκείας με μικρότερη ένταση. Κάτι τέτοιο, πίστευε, θα καθιστούσε ανενεργές τις προκεχωρημένες θέσεις των Γερμανών, επιτρέποντας κατόπιν στο βρετανικό πεζικό να τις καταλάβει δίχως να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. Ουδείς εκ των δύο έκρινε σκόπιμο να συμβουλευτεί τους Γάλλους συναδέλφους του. Εάν το είχε πράξει, θα πληροφορείτο από πρώτο χέρι τα διδάγματα από τη Μάχη του Verdun. Τελικά, υπερίσχυσε η δεύτερη άποψη. Στις 24 Ιουνίου 1916, ξεκίνησε ο μακρύτερος σε διάρκεια βομβαρδισμός που πραγματοποιήθηκε ποτέ. Επί μία εβδομάδα, περί τα δύο εκατομμύρια οβίδες εξαπολύθηκαν εναντίον των γερμανικών γραμμών. Τα χαράματα της 1ης Ιουλίου, ημέρας της επίθεσης, ο αριθμός έφτασε στις 250.000 (μέσος όρος 3.500 οβίδες το λεπτό) εντός μίας μόνο ώρας! Ήταν δε τόσο μεγάλη η πεποίθηση του Rawlinson, πως οι εχθρικές θέσεις είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, ώστε υπό το φως της ημέρας διέταξε το πεζικό να εξέλθει από τα χαρακώματα και να διασχίσει τη νεκρή ζώνη. Ο εξοπλισμός των στρατιωτών εμπόδιζε τους τελευταίους να αναπτυχθούν γρήγορα, πόσο μάλλον να πολεμήσουν.

Η εκατόμβη της 1ης Ιουλίου 1916 με τους 57.000 νεκρούς και τραυματίες στις τάξεις των επιτιθεμένων μόνο, έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη από την Ιστορία ως παράδειγμα απώλειας της αθωότητας ενός ολόκληρου έθνους. Η συνέχεια, με άλλα λόγια η ίδια η εξέλιξη της μάχης μέσα στους τέσσερις μήνες που ακολούθησαν, η οποία έφερε τα βρετανικά στρατεύματα σε επαφή με την σύγχρονη, για την εποχή εκείνη, τεχνολογία, δεν προσελκύει το ενδιαφέρον παρά μόνο των ειδικών. Αντίθετα, για ορισμένους στρατιωτικούς κριτικούς, όπως ο Sir Basil Liddell-Hart, η επίθεση εικονογραφεί με ιδανικό τρόπο τις αρνητικές επιπτώσεις της λεγόμενης “άμεσης προσέγγισης”. Ωστόσο, η αποτυχία δεν πρέπει να χρεωθεί σε ελλείψεις τακτικής είτε στρατηγικής θεωρίας. Οφείλεται σε λανθασμένη εκτίμηση δύο κρισίμων παραγόντων. Πρώτος από αυτούς ήταν η καλή κατασκευή των γερμανικών χαρακωμάτων, σκαμένων σε μεγάλο βάθος, σχεδόν απρόσβλητων από τις βολές του πυροβολικού. Ο δεύτερος λόγος ήταν η πλημμελής εκπαίδευση των Βρετανών πυροβολητών σε συνδυασμό με τη μέτρια ποιότητα των βιαστικά κατασκευασμένων πυρομαχικών. Όσο εντυπωσιακή κι’ αν υπήρξε η λογιστική προπαρασκευή στα μετόπισθεν, το όλο σύστημα σχεδόν κατέρρευσε στην πρώτη γραμμή υπό τα πυρά του εχθρού, ειδικότερα δε στον κομβικό τομέα των διαβιβάσεων, όπου προκλήθηκε αληθινό χάος. Ακόμα και η λιγότερο φιλόδοξη τακτική του Rawlinson “δαγκώστε και κρατείστε”, αποδείχτηκε περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Έστω και υπό τις παραπάνω συνθήκες και έπειτα από μία συνεχή τετράμηνη προσπάθεια, οι Σύμμαχοι κατάφεραν τελικά να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές στο νότιο τομέα του μετώπου, προχωρώντας σε βάθος λίγων μόλις χιλιομέτρων. Το συνολικό τίμημα για Βρετανούς, Γάλλους και Γερμανούς ήταν απώλειες άνω του ενός εκατομμυρίου, το ένα τρίτο περίπου νεκροί.

Έκτοτε, εξαπολύθηκε ένας ολόκληρος πόλεμος μεταξύ στατιστικολόγων σχετικά με το ποιά πλευρά επιβαρύνθηκε με τις μεγαλύτερες απώλειες. Έτσι όπως τελικά εξελίχθηκε η Μάχη του Somme, για τους Βρετανούς το μέγεθος της επιτυχίας ήταν αδύνατο να προσμετρηθεί με κριτήρια κατάκτησης εδαφών (το μόνο που κατάφεραν ήταν μια προέλαση ακτίνας ελάχιστων χιλιομέτρων). Δεν απέμενε παρά να αξιολογηθεί με γώμονα το ύψος των απωλειών, οι οποίες είχαν καταφερθεί σε βάρος του αντιπάλου. Οι απώλειες αυτές ήταν, όντως, βαριές. Οι στατιστικές τις υπολογίζουν περί τις 600.000 για κάθε πλευρά. Ο γερμανικός στρατός υπέστη ισχυρό πλήγμα. Όταν, λίγο αργότερα μέσα στο καλοκαίρι του 1916, ο στρατηγός Erich von Ludendorff ανέλαβε τη διοίκηση του δυτικού μετώπου, αναστατώθηκε αντικρίζοντας τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες οι άνδρες του καλούνταν να πολεμήσουν. Έσπευσε να αναθεωρήσει τόσο την διάταξη όσο και την εν γένει τακτική τους, έτσι ώστε να αποφευχθεί μελλοντικά επανάληψη της εκατόμβης. Ωστόσο, παρόλες τις βαρύτατες απώλειες, το ηθικό των Γερμανών δεν κάμφθηκε ούτε στιγμή. Η δε εμμονή των Βρετανών περί του αντιθέτου, οδήγησε τους τελευταίους σε επιπρόσθετη αλυσίδα λανθασμένων εκτιμήσεων.

Η εξέλιξη της Μάχης του Somme έπεισε το γερμανικό επιτελείο ότι η έκβαση του πολέμου δεν επρόκειτο πλέον να κριθεί από τη στρατιωτική ισχύ όσο από την επιδεξιότητα, την οποία θα επιδείκνυαν εφεξής οι εμπόλεμες πλευρές. Διακατεχόμενο από αυτήν ακριβώς την ψυχολογία, υιοθέτησε δύο αποφασιστικής σημασίας μέτρα. Το πρώτο ήταν μια κινητοποίηση του συνόλου της γερμανικής οικονομικής μηχανής, όπως προέβλεπε το “Πρόγραμμα Hindenburg”, μαζί με την όποια άσκηση περαιτέρω πίεσης που κάτι τέτοιο συνεπαγόταν εις βάρος της καθημερινότητας του αμάχου πληθυσμού. Το δεύτερο μέτρο υπήρξε η κήρυξη ενός ανελέητου υποβρυχίου πολέμου, προκειμένου να διακοπεί ο (μέχρι τότε ακατάπαυστος) ανεφοδιασμός των Συμμάχων με πρώτες ύλες από τις ΗΠΑ, μέσω του Ατλαντικού Ωκεανού. Οι συνέπειες ειδικά της δεύτερης αυτής απόφασης έμελλαν να αποβούν μοιραίες για την Γερμανία.

Εάν η μάχη είχε λήξει με μία ολοκληρωτική κατάρρευση του αντιπάλου (όπως ακριβώς ευελπιστούσε ο Haig), τότε oι αναρίθμητες δυσκολίες και οι τρομακτικές θυσίες θα περνούσαν σε ελάσσονα μοίρα, έτσι όπως είχε συμβεί με τις απώλειες που υπέστη ο στρατός των Βορείων υπό τον στρατηγό Ulysses S. Grant κατά το τελευταίο έτος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Με γνώμονα το ίδιο σκεπτικό, ο Haig επέλεξε να παρατείνει τις επιχειρήσεις μέχρι το φθινόπωρο, αγνοώντας το μέγεθος των δικών του απωλειών και στηριζόμενος στη ζημιά, την οποία θα προκαλούσαν οι αντίστοιχες που θα κατάφερνε ο ίδιος στις τάξεις των Γερμανών. Επρόκειτο περί λάθους, από τη στιγμή που οι τελευταίοι αποδείχτηκαν πολύ πιο ανθεκτικοί από όσο ανέμενε. Το ερώτημα, στην περίπτωση, συνίσταται στο κατά πόσο η ευρύτερη στρατηγική των Συμμάχων ήταν λανθασμένη ή όχι. Κατά πόσο προσφερόταν κάποια διαφορετική μέθοδος, πέραν εκείνης της διενέργειας ενός πολέμου φθοράς, ικανή να γονατίσει έναν τόσο ισχυρό, τόσο ενωμένο και τόσο αξιοθάυμαστο, από στρατιωτικής απόψεως, γερμανικό λαό. Σε αρνητική δε περίπτωση, κατά πόσο ένας πόλεμος φθοράς ήταν δυνατό να διεκπεραιωθεί με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες από πλευράς Συμμάχων. Οι τελευταίοι, αναζητώντας απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, στράφηκαν προς άλλες μορφές πολέμου, κάνοντας εκτενή χρήση αεροπλάνων και τεθωρακισμένων, έστω και αν όλα αυτά αποδείχτηκαν πρώιμα και χρειάστηκε να περάσει μία ολόκληρη γενιά έως ότου καταφέρουν να τελειοποιηθούν.

Ποιές εναλλακτικές λύσεις προσφέρονταν στους Συμμάχους; Τους ειδικούς έχει απασχολήσει πολύ η σκέψη πως μία εκστρατεία διεξαγόμενη σε περιφερειακά μέτωπα, όπως το ιταλικό ή το βαλκανικό, διέθετε σημαντικές πιθανότητες να αποβεί αποφασιστική, παρόλη τη δυσκολότερη μορφολογία του εκεί εδάφους. Ήταν, όμως, διατεθειμένοι οι Σύμμαχοι να απαγκιστρωθούν από το δυτικό μέτωπο; Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, οι Γερμανοί θα ήταν ασφαλώς σε θέση να ολοκληρώσουν νωρίτερα και με επιτυχία τις επιχειρήσεις ενάντια στη Ρωσία, προτού στραφούν εκ νέου κατά της δυτικής Ευρώπης με ενισχυμένες, πλέον, δυνάμεις. Είναι δύσκολο να αντικρούσει κανείς την εμμονή της στρατιωτικής ηγεσίας των Συμμάχων, βάσει της οποίας η στρατηγική προτεραιότητα αναλογούσε δικαιωματικά στο δυτικό μέτωπο, όπου όφειλε να επικεντρωθεί το σύνολο, σχεδόν, της συλλογικής προσπάθειας.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα προέκυψε από ελλείψεις τακτικής και όχι στρατηγικής. Στηριζόμενοι στην εκ των υστέρων γνώση και προοπτική, είμαστε σε θέση να αποφανθούμε πως το θεμελιώδες σφάλμα των Βρετανών συνίστατο στον εξαναγκασμό των πλημμελώς ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων τους να εκμαιεύσουν το τελικό αποτέλεσμα μέσω της πρόωρης διεξαγωγής μίας και μοναδικής θεαματικής μάχης. Στη θέση της παραπάνω επιλογής, μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αντιτάξει τη διενέργεια διαδοχικών επιθέσεων μικρότερης εμβέλειας, ικανών να φθείρουν σε βάθος χρόνου τη γερμανική αντίσταση και να προικίσουν τα στρατεύματά τους με μάχιμη ψυχολογία και εμπειρία, ενόψει μίας οριστικής γενικευμένης επίθεσης εντός του 1917. Άλλωστε, αυτό αποδείχτηκε περίτρανα την άνοιξη του επομένου έτους. Μπαρουτοκαπνισμένα πλέον, τα βρετανικά στρατεύματα ξεδίπλωσαν απλόχερα τις επιθετικές τους αρετές, όταν εφόρμησαν κατά των εχθρικών θέσεων στην κορυφογραμμή Messines. Πέραν αυτού όμως, υπήρχαν και λόγοι πολιτικής φύσεως, που εξηγούν γιατί, μέσα στο 1916, τα πράγματα προσέλαβαν τη συγκεκριμένη τροπή. Επρόκειτο για τις υπερμεγέθεις προσδοκίες της κοινής γνώμης εκατέρωθεν των ακτών της Μάγχης, για ταχεία αναζήτηση δραματικών και αποφασιστικών επιτυχιών στο πεδίο των εχθροπραξιών. Το παραπάνω πνεύμα είχε διαχυθεί και στους κύκλους των ενόπλων δυνάμεων, που θεωρούσαν πως έπρεπε να πράξουν – και να φανούν ότι πράττουν – παραπάνω, ξεπερνώντας τον εαυτό και τις δυνατότητές τους. Το τρομακτικό βίωμα της Μάχης του Somme προσγείωσε τους πάντες στη σκληρή πραγματικότητα και τους έκανε να συνειδητοποιήσουν πόσα πολλά απέμενε να διδαχθούν ακόμα σε επίπεδο διεξαγωγής ενός πολέμου με βάση τα δεδομένα του 20ού αιώνα.

Εν κατακλείδι, η συλλογική εμπειρία του Verdun και του Somme, των δύο μεγαλυτέρων αναμετρήσεων του 1916, έστρεψε τα στρατιωτικά δόγματα Βρετανών, Γερμανών και Γάλλων προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Οι Γάλλοι ανακάλυψαν την ισχύ της άμυνας και επάνω σε αυτή θεμελίωσαν τις στρατηγικές τους επιλογές σε ολόκληρη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (κατασκευή της γραμμής Maginot). Οι Γερμανοί πειραματίστηκαν σε έναν συνδυασμό μεταξύ άμυνας και επίθεσης, αναπτύσσοντας τις μεθόδους εκείνες, οι οποίες αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές τον Μάρτιο του 1918, ακόμα περισσότερο δε, τον Μάιο του 1940. Όσο για τους Βρετανούς, εστίασαν την προσοχή τους στη συνεργασία μεταξύ πυροβολικού και πεζικού, σε μια συστηματική προπαρασκευή ιδιαίτερα προσεγμένων επιθέσεων μετρίου βεληνεκούς και χειρουργικής ακρίβειας, με τη μικρότερη δυνατή συμμετοχή σε ανθρώπινο δυναμικό, προς αποφυγή μιας επανάληψης της εκατόμβης του 1916. Η δεύτερη Μάχη του El Alamein (23 Οκτωβρίου – 11 Νοεμβρίου 1942) έμελλε να αποτελέσει το πανηγυρικό επιστέγασμα της εν λόγω τακτικής.

The Battle of the Somme, 1916

Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε υπό μορφή ανακοίνωσης στο πλαίσιο διεθνούς Συνεδρίου με γενικό τίτλο La bataille de la Somme dans la Grande Guerre, οι εργασίες του οποίου έλαβαν χώρα από 1-4 Ιουλίου 1996 στην κωμόπολη Péronne (Somme), με αφορμή τη συμπλήρωση ογδόντα ετών από τη Μάχη του Somme. Οργανωτικός φορέας: Centre de Recherches de l’ Historial de la Grande Guerre
https://www.historial.fr/en/resources-2/the-centre-and-its-actions/the-centre-and-its-actions

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

Avatar photo
Sir Michael Howard

O Sir Michael Howard (1922-2019) θεωρείται ο πατέρας του κλάδου της Στρατιωτικής Ιστορίας. Στη μαχροχρόνια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Yale και υπήρξε ιδρυτής του Τμήματος Πολεμικών Σπουδών του King's College του Λονδίνου. Το 1958 ίδρυσε το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού. Το 1988 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Πολεμικών Επιστημών της Σουηδίας (Royal Swedish Academy of War Sciences). Απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 2019 πλήρης ημερών, σε ηλικία 97 ετών.

Άρθρα: 1