Μία αναμενόμενη αμυντική μάχη;
Η έναρξη της Μάχης του Somme πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουνίου 1916 και σηματοδοτήθηκε από ένα φράγμα πυρός, που όμοιό του δεν έχει υπάρξει στην Ιστορία. Τερματίστηκε πέντε μήνες αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου, όταν οι τελευταίες έφοδοι του βρετανικού πεζικού πνίγηκαν μέσα στη λάσπη των κρατήρων που είχαν σχηματιστεί από τις οβίδες. Επιδιδόμενοι σε μία τεραστίων διαστάσεων προσπάθεια και με τίμημα τρομακτικών θυσιών, οι Σύμμαχοι είχαν καταφέρει να διεισδύσουν σε ένα βάθος 8 χιλιομέτρων πίσω από τις γραμμές του αντιπάλου κατά μήκος ενός μετώπου 45 χιλιομέτρων. Το κέρδος ήταν μηδαμινό και ασφαλώς όχι εκείνο, το οποίο προσδοκούσαν οι δύο ανώτατοι διοικητές, οι στρατηγοί Joffre και Haig. Στόχος τους ήταν η διάρρηξη του μετώπου σε μεγάλο βάθος. Δεν κατάφεραν να τον εκπληρώσουν, έστω και αν διέθεταν τριπλάσιες δυνάμεις σε σχέση με τον εχθρό. Κατά συνέπεια, οφείλει κανείς να ομολογήσει πως ουσιαστικοί νικητές της Μάχης του Somme υπήρξαν τελικά οι Γερμανοί.
Το διακύβευμα της Μάχης του Somme ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο, επειδή λειτούργησε ως θεμελιώδης παράμετρος του γερμανικού πολεμικού σχεδιασμού για ολόκληρο το κρίσιμο έτος 1916. Εκ πρώτης όψεως, μία διαπίστωση του είδους αυτού δεν μπορεί παρά να ξενίζει. Πώς είναι δυνατόν μία αναμέτρηση από θέση άμυνας να προετοιμάζεται επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Εκτός και αν υπήρχε αξιόπιστη πληροφόρηση σχετικά με τη συγκεκριμένη ημερομηνία και το ακριβές σημείο καταφοράς του πλήγματος εκ μέρους του επιτιθέμενου. Στην περίπτωση δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Οι πρώτες πληροφορίες για μια επικείμενη επίθεση κατέφθασαν στο γερμανικό επιτελείο με σχετική καθυστέρηση, τον μήνα Μάρτιο. Περισσότερο σαφής εικόνα σχηματίστηκε εντός του Ιουνίου, δηλαδή τις άμεσες παραμονές εκδήλωσης της επίθεσης. Κι’ όμως, στον εν γένει πολεμικό σχεδιασμό των Γερμανών, η προοπτική μίας μεγάλης επίθεσης κατείχε δεσπόζουσα θέση για πάνω από έξι μήνες.
Τον Δεκέμβριο του 1915, ο ανώτατος διοικητής του γερμανικού αυτοκρατορικού στρατού, στρατηγός Erich von Falkenhayn, εκπόνησε τον επιχειρησιακό σχεδιασμό του επομένου έτους. Ήταν πεπεισμένος πως οι αποτυχίες τις οποίες είχε εισπράξει ο ρωσικός στρατός, τον είχαν καταδικάσει σε αμυντική τακτική. Συνεπώς, οι Γερμανοί δεν διέτρεχαν κίνδυνο να δεχτούν επίθεση από εκείνη την πλευρά. Αντίθετα, τα γερμανικά στρατεύματα, εξαπολύοντας επιθέσεις προς την κατεύθυνση της Ουκρανίας και της Αγίας Πετρούπολης, είχαν βάσιμες ελπίδες να κατακτήσουν σημαντικά εδάφη. Κάτι τέτοιο, όμως, ισοδυναμούσε με εξασθένιση και όχι με ενδυνάμωση των θέσεών του, εξαιτίας της επιμήκυνσης των γραμμών ανεφοδιασμού και επικοινωνιών που μοιραία θα προέκυπτε από την παραπάνω εξέλιξη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Falkenhayn υπολόγιζε σε εξοικονόμηση δυνάμεων στο ανατολικό μέτωπο, ικανή να τού εξασφαλίσει τη δυνατότητα να καταφέρει πλήγμα κάπου αλλού. Μία εμπλοκή στα Βαλκάνια ή στην Ιταλία, δεν θα απέφερε, πίστευε, τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, απέρριψε τα σχέδια του Αυστριακού ομολόγου του, Conrad von Hötzendorf, που έκαναν λόγο για ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών στην Ιταλία.

Την προτίμηση του Falkenhayn μονοπωλούσε η προοπτική μιας επίθεσης στο δυτικό μέτωπο, όπου, σύμφωνα με την άποψή του, επρόκειτο να κριθούν τα πάντα. Ωστόσο, εκτιμούσε πως δεν ήταν σε θέση να διασπάσει τις γραμμές του αντιπάλου. Όχι μόνο ο γερμανικός στρατός δεν διέθετε τα μέσα προκειμένου να πετύχει κάτι τέτοιο, αλλά ήταν αναγκασμένος να αναμετρηθεί με έναν ανώτερο σε μέγεθος εχθρό. Ήδη από το 1914 και την εμπειρία από τη Μάχη της Φλάνδρας, είχε αντλήσει το δίδαγμα ότι μια κατά μέτωπο επίθεση, στο πλαίσιο ενός πολέμου χαρακωμάτων και εκτεθειμένη στα πυρά των πολυβόλων της απέναντι πλευράς, δεν συγκέντρωνε καμιά απολύτως πιθανότητα επιτυχίας. Ο μοναδικός τρόπος διάσπασης του μετώπου συνίστατο πλέον σε έναν συνδυασμό ευρηματικότητας και προσφυγής σε νέα μέσα.1
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, ο αρχηγός του γερμανικού επιτελείου επέλεξε ως άξονα του πολεμικού του σχεδιασμού την αποδυνάμωση του αντιπάλου μέσω μιας αλληλουχίας διαδοχικών μεμονωμένων επιθετικών πρωτοβουλιών, που θα τον εξανάγκαζαν να συμμορφωθεί με τους δικούς του όρους. Ένα κτύπημα στον τομέα του Verdun ήταν βέβαιο ότι θα ασκούσε αφόρητη πίεση (στρατιωτική και ψυχολογική) σε βάρος των Γάλλων και θα τους οδηγούσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. «Η Γαλλία πρέπει να ματώσει μέχρι τέλους, προκειμένου να επανέλθει στη λογική» έλεγε χαρακτηριστικά.2 Προβλέποντας, μάλιστα, πως οι Βρετανοί, οι οποίοι βρίσκονταν σε τροχιά οργάνωσης ενός ισχυρού στρατού ξηράς, θα συνέδραμαν κάποια στιγμή τους συμμάχους τους Γάλλους, ο Falkenhayn υπολόγιζε στην αξιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των διαθέσιμων εφεδρειών του (15 μεραρχιών σε σύνολο 25). Αυτές θα καλούνταν να αναχαιτίσουν μια βρετανική επίθεση περνώντας, ενδεχομένως, και στην αντεπίθεση.
Οι Γερμανοί ανέμεναν το βρετανικό πλήγμα εκεί ακριβώς όπου αυτό εκδηλώθηκε με καθυστέρηση κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Οι Γάλλοι αντιστέκονταν σθεναρά στο Verdun και τίποτα δεν προεξοφλούσε μια ήττα τους. Η τροπή της μάχης δεν ήταν εκείνη που ο Falkenhayn προσδοκούσε. Εν μέρει, η χρονική παράταση των εχθροπραξιών οφειλόταν σε έλλειψη ενισχύσεων, καθώς ο Γερμανός αρχιστράτηγος προτίμησε να διατηρήσει προληπτικά τις εφεδρείες του συγκεντρωμένες στον τομέα του Somme. Τελικά, στο Verdun επήλθε ανατροπή των συσχετισμών συγκριτικά με τον αρχικό σχεδιασμό. Το ζητούμενο δεν ήταν πλέον η αφαίμαξη μέχρι τέλους του γαλλικού στρατού, αλλά η αποφυγή να περάσει ο τελευταίος στην αντεπίθεση. Οι γερμανικές εφεδρείες, οι οποίες παρέμειναν καθηλωμένες στον τομέα του Somme, υπήρξαν εκείνες, οι οποίες έκριναν σε τελευταία ανάλυση την έκβαση της αναμέτρησης στο Verdun.

Κι’ όμως, στους κόλπους του επιτελείου επικρατούσε μια ανεξήγητη αίσθηση αισιοδοξίας, στα όρια της ευφορίας. Παντού κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι ο πόλεμος θα τερματιζόταν νικηφόρα έως την άνοιξη του 1917. Μια (ψευδ-)αίσθηση, η οποία προέκυπτε από μια αδικαιολόγητη υπερεκτίμηση του βαθμού εξάντλησης του αντιπάλου, ειδικότερα στο ανατολικό μέτωπο. Μια επικράτηση σε βάρος των Ρώσων θα οδηγούσε σε μια ευνοϊκή αποκατάσταση της ειρήνης. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια ενός λειτουργού του Υπουργείου Εξωτερικών σε επιστολή, την οποία απέστειλε προς το Γενικό Επιτελείο την 1η Ιουνίου 1916: «Θεωρούμε ως δεδομένη μια επίθεση εκ μέρους των Ρώσων, ταυτόχρονα με εκείνες των συμμάχων τους Βρετανών και Γάλλων και είμαστε προετοιμασμένοι. Η Ρωσία θα επιτεθεί σε πολλά σημεία του μετώπου, με αιχμή του δόρατος τη Γαλικία…Η πληροφορία πως η επίθεση αυτή αποτελεί την ύστατη ελπίδα της χώρας καταφθάνει σε εμάς με μεγάλη συχνότητα».3 Με άλλα λόγια, το γερμανικό επιτελείο θεωρούσε ως αποφασιστική παράμετρο για την τελική έκβαση του πολέμου την απόκρουση των συντονισμένων συμμαχικών επιθέσεων τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό μέτωπο.4 Η παραπάνω πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε στην πράξη, δίχως ωστόσο να αξιοποιηθεί δεόντως. Οι επιθέσεις των Συμμάχων ναι μεν αποκρούστηκαν το καλοκαίρι του 1916, ωστόσο, η γερμανική διπλωματία δεν έσπευσε να εκμεταλλευτεί τα σημαντικά πολιτικά οφέλη που πήγαζαν από την παραπάνω εξέλιξη.
Οι συντονισμένες επιθέσεις των Συμμάχων σε όλα τα μέτωπα το καλοκαίρι του 1916
Τόσο για τους επιτιθέμενους όσο και για τους αμυνόμενους, η Μάχη του Somme δεν υπήρξε ένα μεμονωμένο επεισόδιο του πολέμου. Εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο επιχειρησιακό πλαίσιο. Η απόφαση των Συμμάχων για έναρξη ταυτόχρονων και συντονισμένων επιθέσεων σε όλα τα μέτωπα εντός του 1916, λήφθηκε τον Δεκέμβριο του 1915 στη συνδιάσκεψη του Chantilly. Σκοπός ήταν η εκδίωξη του αντιπάλου από θέσεις στρατηγικής σημασίας, όπου είχε συγκεντρώσει σημαντικές δυνάμεις. Το 1915, στο ανατολικό μέτωπο (Gorlice-Tarnow), τα ρωσικά στρατεύματα δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την επίθεση Αυστριακών και Γερμανών. Εξαναγκάστηκαν σε υποχώρηση πληρώνοντας βαρύ τίμημα σε μέγεθος ανθρώπινων απωλειών και πολεμικού υλικού. Το 1916 όμως, ο συνασπισμός της Τετραπλής Συνεννοήσεως έδειχνε αποφασισμένος να αξιοποιήσει την αριθμητική του υπεροχή εξαπολύοντας μια γενικευμένη επίθεση από δυσμάς προς ανατολάς, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών επιχειρησιακών θεάτρων της Ιταλίας και των Βαλκανίων. Ως ημερομηνία εκδήλωσης είχε επιλεγεί η 1η Μαρτίου. Η γερμανική επίθεση κατά του Verdun ανέτρεψε τον αρχικό προγραμματισμό, με αποτέλεσμα η έναρξη της επίθεσης να αναβληθεί για την 1η Ιουλίου 1916.
Μία ευτυχής, για τους Συμμάχους, αλληλουχία συγκυριών συνετέλεσε ώστε η επίθεση του στρατηγού Aleksei Brusilov, από επιχείρηση αντιπερισπασμού5 να μετεξελιχθεί σε αιχμή του δόρατος του όλου προγράμματος.6 Σε μια αρχική φάση, ο στρατός του τσάρου, δίχως να διαθέτει την υπεροπλία, κατάφερε απρόσμενα επιτεύγματα σε βάρος των Αυστριακών, ειδικότερα στον τομέα του Luck όπου έριξε το κύριο βάρος της επίθεσης. Συνειδητοποώντας τον μεγάλο κίνδυνο που εγκυμονούσε, ο αρχηγός του αυστριακού επιτελείου Conrad von Hötzendorf στράφηκε προς τη Γερμανία εκλιπαρώντας για στρατιωτική συνδρομή.7 Μετρούσε ήδη απώλειες της τάξεως των 100.000 ανδρών κι’ ενώ οι Ρώσοι συνέχιζαν να προελαύνουν ακάθεκτοι.8
Μια πλήρης κατάρρευση της Δυαδικής Μοναρχίας φάνταζε αναπόφευκτη. Το γερμανικό επιτελείο, θέλοντας να αποτρέψει μια τόσο αρνητική εξέλιξη και παρά τις όποιες επιφυλάξεις, αποφάσισε να προστρέξει σε βοήθεια αποστέλλοντας στο ανατολικό μέτωπο σημαντικές δυνάμεις. Επρόκειτο για μια ριψοκίνδυνη επιλογή, καθώς μεγάλο μέρος των παραπάνω στρατευμάτων αποσπάστηκε από τον τομέα του Verdun, που εξακολουθούσε να βρίσκεται σε αναβρασμό.

Η γερμανική αμυντική τακτική στο μέτωπο του Somme
H μεγαλειώδης επίθεση των Αγγλογάλλων στο μέτωπο του Somme εκδηλώθηκε στο τέλος Ιουνίου του 1916 με σφοδρό βομβαρδισμό. Η γερμανική στρατιωτική ηγεσία επέμενε να διογκώνει τις απώλειες των Γάλλων στον τομέα του Verdun και κατ’ επέκταση να υποβαθμίζει το μέγεθος των γαλλικών εφεδρειών σε εκείνον του Somme. Την παραμονή της έναρξης της μάχης, σε τηλεγράφημα προς τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄, ο Falkenhayn εκτιμούσε ότι πέραν του Verdun, οι Γάλλοι διέθεταν όλες κι’ όλες εφεδρείες ύψους 6 μεραρχιών.9 Η έκπληξή του υπήρξε ανείπωτη όταν, λίγες ημέρες αργότερα, διαπίστωσε πως οι τελευταίοι συμμετείχαν στη Μάχη του Somme με δύναμη 40 περίπου μεραρχιών.
Η υπέρμετρη αισιοδοξία των Γερμανών εξανεμίστηκε κάτω από το συνεχές σφυροκόπημα του εχθρικού πυροβολικού, τη σφοδρότητα της επίθεσης και την εντυπωσιακή υπεροχή του αντιπάλου σε έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή. Το ζητούμενο ήταν να μπορέσουν, πλέον, να αντέξουν σε αυτή την απίστευτη πίεση, την οποίαν υφίσταντο. Η φθορά από τον διαρκή βομβαρδισμό υπήρξε μεγάλη. Οι γερμανικές μεραρχίες εξουδετερώνονταν η μία μετά την άλλη. Μέσα στον πρώτο μήνα, χρειάστηκε να αντικατασταθούν πάνω από 1.000 πυροβόλα. Κάθε ημέρα, έπρεπε να μεταφερθούν από τα μετόπισθεν στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής περί τις 154.000 οβίδες.10 Εντός του επιτελείου διαπιστώθηκε, επιτέλους, πόσο πολύ είχε υποτιμηθεί η ισχύς των Αγγλογάλλων. Έχοντας προηγουμένως, περιοδεύσει στην πρώτη γραμμή ο υπουργός Στρατιωτικών Adolf Wild von Hohenborn, περιέγραφε, σε επιστολή προς τη σύζυγό του με ημερομηνία 3 Ιουλίου 1916, την κατάσταση ως εξής: «Βρέθηκα πολύ κοντά στο σημείο εκδήλωσης της επίθεσης. Τα πυρά του πυροβολικού ήταν τρομακτικά από ακουστικής απόψεως. Οι στρατιώτες μας της πρώτης γραμμής μάχονται μέσα σε πραγματική κόλαση!».11
Η εκτίμηση και ο θαυμασμός της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας έναντι όσων πολεμούσαν κατά μήκος του μετώπου πολλαπλασιάζονταν σε καθημερινή κλίμακα. Ως πραγματικοί ήρωες της απόκοσμης αυτής αναμέτρησης δεν θεωρήθηκαν οι στρατηγοί, αλλά το σύνολο του 1,5 εκατομμυρίου Γερμανών, οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτή. «Ο Πανάγαθος Θεός μας προίκισε με τους καλύτερους στρατιώτες που υπήρξαν ποτέ», έγραφε ο συνταγματάρχης von Thaer. «Έχουν απόλυτη συναίσθηση πως οφείλουν να πολεμήσουν ο ένας μετά το άλλον μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός τους. Το να είναι κανείς αναγκασμένος να μάχεται συνεχώς στην πρώτη γραμμή συνειδητοποιώντας πως έχουν τα πράγματα, ισοδυναμεί με αληθινή φρίκη. Δεν γνωρίζω, προσωπικά, πόσο ακόμα θα μπορέσουν τα νεύρα μου να αντέξουν παρόμοια κατάσταση».12

Μεταξύ των συναισθημάτων των Γερμανών ανώτατων αξιωματικών κυριαρχούσε η προκληθείσα από τα εχθρικά (βρετανικά κυρίως) πυρά φρίκη. Η τελευταία επιδεινωνόταν από την άθλια κατάσταση του πεδίου των μαχών, από την απάνθρωπη κόπωση, την οποία υφίσταντο οι πάντες, τέλος, από το δέος που είχε προκαλέσει η σφοδρότητα της γαλλοβρετανικής επίθεσης. Οι τελευταίες εφεδρείες είχαν φτάσει σε προχωρημένο σημείο εξάντλησης. Αντίθετα, στην απέναντι πλευρά, ο αντίπαλος έδινε την εντύπωση ότι διέθετε μια αστείρευτη δεξαμενή, από την οποία αντλούσε ανά πάσα στιγμή δυνάμεις. Ακόμα και ο Falkenhayn, γνωστός για την ψυχρότητα και την αδιαφορία που τον διέκριναν έναντι των απλών στρατιωτών (ανήκε στην κατηγορία των λεγομένων στρατηγών – γραφειοκρατών), δεν κατάφερε να παραμείνει ανεπηρέαστος. Τα γνωστά σιδερένια νεύρα του λύγισαν και όπως όλοι οι υπόλοιποι, βυθίστηκε σε βαθιά μελαγχολία. Περί τα μέσα Ιουλίου του 1916, η κρίση γνώρισε την κορύφωσή της. Στις 11 του μήνα, ο Falkenhayn επιχείρησε να τερματίσει νικηφόρα τη Μάχη του Verdun, παρά το γεγονός ότι είχαν εκδηλωθεί οι επιθέσεις του Brusilov στο ανατολικό μέτωπο και εκείνη των Αγγλογάλλων στον τομέα του Somme διένυε το τελευταίο στάδιο της προπαρασκευής. Η γερμανική έφοδος κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Αντιστρόφως ανάλογα, περί τα μέσα Ιουλίου, οι σφοδρές επιθέσεις των Συμμάχων στο μέτωπο του Somme άρχισαν να αποδίδουν (σχετικούς έστω) καρπούς. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί ο κίνδυνος ολικής κατάρρευσης της Αυστροουγγαρίας, εξαιτίας των αποτυχιών που αυτή υπέστη από τους Ρώσους.
Στις 15 Ιουλίου, ο υπουργός Στρατιωτικών Wild von Hohenborn σημείωνε στο Ημερολόγιό του πως «Ο Falkenhayn βρίσκεται σε κατάσταση νευρικού κλονισμού. Είναι στα πρόθυρα να παρατήσει τα πάντα».13 Όλοι οι σχεδιασμοί, τόσο προσεκτικά προετοιμασμένοι εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, στα μάτια του αρχηγού του γερμανικού επιτελείου φάνταζαν πλέον παράλογοι. Στις 17 Ιουνίου απέρριψε την πρόταση του στρατηγού Max von Gallwitz, διοικητή της 2ης Στρατιάς, επιφορτισμένης με την υπεράσπιση του τομέα του Somme, να εξαπολύσει μια αντεπίθεση περιορισμένων διαστάσεων, ούτως ώστε το μέτωπο να μπορέσει να σταθεροποιηθεί. «Αντίσταση, αντίσταση, είναι το μόνο που μπορούμε να πράξουμε», αναφώνησε με αυτή την ευκαιρία, προσθέτοντας ότι μπορεί μεν στο μέτωπο του Somme να βρισκόταν συγκεντρωμένος μεγάλος αριθμός μεραρχιών, πολλές από αυτές όμως ήταν μέτριας έως κακής ποιότητας.14

Κι’ όμως, η σοβαρή κρίση την οποία προκάλεσε η συντονισμένη επίθεση σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, ξεπεράστηκε. Παντού η αρχική έφοδος ακινητοποιήθηκε με τεράστιες απώλειες για τους επιτιθέμενους. Η μεταβολή της ψυχολογίας του Falkenhayn είναι εμφανής όταν, στις 18 Ιουλίου, σημείωνε ότι η κατάσταση παρέμενε «δυσμενής, εύθραυστη και δύσκολη», ωστόσο ο ίδιος ήταν πεπεισμένος πως το δυτικό μέτωπο θα άντεχε. «Μόνο που αυτό θα μας στοιχίσει ακριβά σε ανθρώπινο αίμα και απώλεια εδαφών».15
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της Μάχης του Somme, η γερμανική στρατιωτική διοίκηση αναγκάστηκε να στηριχτεί στις εφεδρείες. Άπασες υπέστησαν τρομακτική φθορά. Η εσπευσμένη αντικατάσταση μεραρχιών, σταθμευμένων σε σχετικά ήρεμους άλλους τομείς, από καταπονημένες μονάδες προερχόμενες από την περιοχή του Somme, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Εκ των πραγμάτων, η κατάσταση αυτή οδήγησε σε περαιτέρω αποδυνάμωση του μετώπου, με διάχυτο τον φόβο εκδήλωσης μιας (επιτυχούς τη φορά αυτή) νέας επίθεσης του εχθρού σε κάποιο ανύποπτο σημείο. Οι μεγαλύτερες ελλείψεις των Γερμανών κατά μήκος του μετώπου του Somme παρατηρήθηκαν σε επίπεδο πυροβολικού. Υστερούσαν αισθητά έναντι των Αγγλογάλλων, σε βαθμό που να μη δύνανται να δημιουργήσουν προστατευτικό φράγμα πυρός. Οι καθημερινές ανάγκες του πυροβολικού ξεπερνούσαν σε ρυθμό και μέγεθος την ίδια την εγχώρια παραγωγή. Τα κενά αναπληρώθηκαν μέσω της μεταφοράς πυροβόλων από άλλα μέτωπα, ορισμένα εκ των οποίων (επρόκειτο για την περίπτωση του Verdun) βίωναν αντίστοιχα προβλήματα. Οι Σύμμαχοι διέθεταν εντυπωσιακή υπεροπλία και σε έναν άλλο τομέα: εκείνον της αεροπορίας. Κατά πολύ ανώτερης τεχνολογίας, τα αεροσκάφη των τελευταίων πραγματοποιούσαν, σχεδόν ανενόχλητα, αναγνωριστικές αποστολές, κατηύθυναν με ακρίβεια τα πυρά του πυροβολικού και πολυβολούσαν τις θέσεις του πεζικού. Με τον τρόπο αυτό, τα γερμανικά πυροβόλα όχι μόνο εντοπίζονταν, αλλά μετατρέπονταν σε ιδανικό στόχο από ξηράς και από αέρος.
Η διαρκής προώθηση ανδρών και υλικού στην πρώτη γραμμή προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ασφυξία στη λειτουργία του οδικού και του σιδηροδρομικού δικτύου. Από τη δική τους πλευρά, οι ανώτεροι αξιωματικοί της 2ης Στρατιάς καλούνταν να αντιμετωπίσουν τους κλυδωνισμούς από τη συνεχή αντικατάσταση μονάδων και ανδρών. Στο σημείο διάσπασης του μετώπου χρειάστηκε να σταλεί ένας τόσο υπερμεγέθης αριθμός μεραρχιών (άνω των 20), ώστε το γερμανικό επιτελείο αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ριζική αναδιοργάνωση. Συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε η 1η Στρατιά, πάντοτε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού von Gallwitz. Ενοποιήθηκε με την ήδη υπάρχουσα 2η Στρατιά. Περί τα τέλη Αυγούστου, το παραπάνω σχήμα εξελίχτηκε στην οριστική σύσταση της Στρατιάς του διαδόχου Rupprecht (Kronprinz Rupprecht).

Ο Falkenhayn υπήρξε αποδέκτης κριτικής από πολλές πλευρές. Παρά ταύτα, παρέμεινε προσηλωμένος στο δόγμα της διατήρησης των θέσεων με κάθε τίμημα. Σε περίπτωση διάσπασης του μετώπου, το ρήγμα έπρεπε να αποκατασταθεί το ταχύτερο με την άμεση αποστολή ενισχύσεων επιτόπου και την προοπτική διενέργειας αντεπίθεσης.16 Οι Γερμανοί υπερασπίστηκαν την πρώτη γραμμή καταβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος. Ο αρχηγός του επιτελείου απέρριψε τις συμβουλές των υφισταμένων του αξιωματικών για συντεταγμένη υποχώρηση μικρού βεληνεκούς. Μέσα στον μήνα Σεπτέμβριο, οι επιθετικές πρωτοβουλίες των Συμμάχων γνώρισαν νέα κορύφωση. Οι κύκλοι του επιτελείου εξακολουθούσαν να παραμένουν πεπεισμένοι πως οι γερμανικές γραμμές ήταν σε θέση να απορροφήσουν την πίεση, έστω και αν γνώριζαν πολύ καλά ότι οι εφεδρείες του αντιπάλου επέτρεπαν τη συνέχιση των επιχειρήσεων μέχρι τον Νοέμβριο. Παρά ταύτα, η φθορά την οποία υπέστησαν υπήρξε τεράστια. Η νεοσυσταθείσα 1η Στρατιά είχε ανάγκη ενισχύσεων της τάξεως των δύο μεραρχιών κάθε δύο ημέρες! Οι μεραρχίες, από την δική τους πλευρά, έφταναν σε κατάσταση πλήρους εξουθένωσης έπειτα από την παρέλευση 16 ημερών συνεχών εχθροπραξιών.
Κι’ όμως, όσο κι’ αν αυτό ηχεί παράλογο, οι βαρύτατες απώλειες των Γερμανών ήταν λιγότερες σε σχέση με εκείνες των Συμμάχων.17 Η Μάχη του Somme στοίχισε στους πρώτους 500.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Οι αντίστοιχες απώλειες της απέναντι πλευράς ανέρχονταν σε 500.000 στις τάξεις των Βρετανών και 200.000 σε εκείνες των Γάλλων. Συνολικά, οι Γερμανοί κινητοποίησαν 1,5 εκατομμύριο άνδρες έναντι 2,5 εκατομμυρίων των αντιπάλων τους. Πολλοί από αυτούς, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην κόλαση της πρώτης γραμμής τρεις και τέσσερις συνεχόμενες φορές.18

Οι συνέπειες για το γερμανικό Γενικό Επιτελείο
H Μάχη του Somme αντιπροσωπεύει μία μεγάλη επιτυχία για τη γερμανική αμυντική τακτική. Το δυτικό μέτωπο ήταν μακρόθεν το σημαντικότερο όλων των ομολόγων του, κάτι που ευθύς εξαρχής ο Falkenhayn είχε συνειδητοποιήσει. Σε περίπτωση διάσπασης του τελευταίου, η αμέσως επόμενη γραμμή άμυνας για τους Γερμανούς δεν ήταν άλλη από το φυσικό όριο του ποταμού Ρήνου. Οι απώλειες, τις οποίες θα υφίστοντο οι τελευταίοι στο πλαίσιο μιας υποχώρησης του βεληνεκούς αυτού, ήταν πολύ πιθανόν να αποβούν μοιραίες. Η ρήξη, την οποία Αυστριακοί και Γερμανοί προκάλεσαν τον Οκτώβριο του 1917 στο Caporetto, επιβεβαιώνει ανάγλυφα το τί ακριβώς μπορούσε να διαδεχτεί τη διάσπαση ενός στατικού μετώπου, στο πλαίσιο διενέργειας ενός πολέμου χαρακωμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, το θαμμένο μέσα στη γη πεζικό όπως και το ιππήλατο πυροβολικό δεν διέθεταν την απαραίτητη ευκινησία προκειμένου να μπορέσουν να υποχωρήσουν γρήγορα. Η αταξία και ο πανικός μετέτρεψαν τελικά σε πραγματικό συρφετό έναν καλά οργανωμένο στρατό, όπως ήταν ο ιταλικός. Είναι γεγονός, πάντως, πως ουδέποτε οι Σύμμαχοι είχαν τη δυνατότητα να διασπάσουν τις γραμμές των αντιπάλων τους, έστω και εάν διέθεταν την υπεροπλία σε όλους τους τομείς.19
Η αδυναμία των Συμμάχων να διασπάσουν το καλοκαίρι του 1916 το μέτωπο (ή, αντιστρόφως ανάλογα, η αναχαίτιση εκ μέρους των Γερμανών, των συντονισμένων συμμαχικών επιθέσεων σε όλα τα θέατρα του πολέμου), δρομολόγησε μία ολόκληρη αλυσίδα συνεπειών για το γερμανικό Γενικό Επιτελείο. Το τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές και πολεμικό υλικό δεν επέτρεψε στο τελευταίο να απολαύσει την αδιαμφισβήτητη επιτυχία του. Πόσο μάλλον που μια επικράτηση αμυντικής φύσεως εθεωρείτο γενικότερα ως έκφανση παθητικού πολέμου κι’ όχι ως πραγματική νίκη.
Την επομένη του τερματισμού της Μάχης του Somme, οι Γερμανοί κάθε άλλο παρά διακατέχονταν από κάποια, στοιχειώδη έστω, μορφή ικανοποίησης. Το σύνδρομο της έκθεσης στα φονικά πυρά του αντιπάλου πυροβολικού επισκίαζε οποιοδήποτε συναίσθημα. Η υπεροχή των Αγγλογάλλων στον συγκεκριμένο τομέα προκαλούσε δέος. Προφανώς εξαιτίας αυτού, o διάδοχος του Falkenhayn, Paul von Hindenburg, σημείωνε τα εξής αναφερόμενος στη λήξη της Μάχης του Somme: «Σε κανένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα δεν γινόταν λόγος περί πανηγυρισμών. Μία αίσθηση φρίκης και δυστυχίας, χειρότερη από εκείνη που ανέβλυζε από την ανάμνηση του Verdun, είχε καταλάβει τους πάντες».20 Το ηθικό του γερμανικού στρατού είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Στις δύο μεγάλες μάχες του 1916, κεντρικού έτους του πολέμου, η εξάντληση των Γερμανών άρχισε να μεταλλάσσεται σε μοιρολατρεία σε όλα τα επίπεδα της πυραμίδας (άμαχος πληθυσμός, οπλίτες και αξιωματικοί, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία). Στους κόλπους του επιτελείου κυριαρχούσε η άποψη πως ο αυτοκρατορικός στρατός ήταν αδύνατο να αντέξει μια επανάληψη της παραπάνω κατάστασης. Ο ταγματάρχης Max Bauer, στέλεχος του επιτελείου και αργότερα ένας εκ των εμπίστων του Ludendorff, έγραφε στο τέλος Αυγούστου 1916 πως «Έχουμε εγκλωβιστεί σε μια αμυντική παγίδα δίχως ελπίδα…Εάν ο πόλεμος συνεχιστεί και στο ερχόμενο έτος, τότε η θέση μας θα γίνει απελπιστική. Η δική μας δεξαμενή ανδρών πρόκειται να στερέψει σε αντίθεση με εκείνη του αντιπάλου, η δε βιομηχανία μας δεν θα μπορέσει να τα βάλει με ολόκληρο τον κόσμο».21
Η διάσπαση του μετώπου από κοινού με τη φθορά του εχθρού ήταν οι δύο κύριοι στόχοι των επιθέσεων των Συμμάχων εντός του καλοκαιριού του 1916. Εάν ο πρώτος δεν κατάφερε, τελικά, να υλοποιηθεί, ο δεύτερος επιτεύχθηκε στο έπακρο. Ωστόσο, μια τάση προς την αντίθετη κατεύθυνση άρχισε σιγά-σιγά να διαμορφώνεται στους κόλπους της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας: μια βούληση για αντίσταση μέχρις εσχάτων. Αποκύημα μιας αίσθησης αδυναμίας και ανασφάλειας, η τάση αυτή είχε ως συνέπεια ένα είδος ριζοσπαστικοποίησης του τρόπου διαχείρισης του πολέμου. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι μεταβολές, οι οποίες έλαβαν χώρα σε ανώτατο επίπεδο. Περί το τέλος Αυγούστου 1916, ο Falkenhayn απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και αντικαταστάθηκε από το δίδυμο Hindenburg και Ludendorff. Οι νεοδιορισθέντες στρατηγοί επιθυμούσαν διακαώς (πολύ περισσότερο από όσο ο προκάτοχός τους στο πρόσφατο παρελθόν) μια στρατιωτική επιτυχία. Άντλησαν από την εμπειρία του Somme όλα τα διδάγματα εκείνα, τα οποία τους επέτρεψαν να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους στα δύο εναπομείναντα έτη του πολέμου.

Ο Ludendorff ειδικότερα, αποστασιοποιήθηκε από το δόγμα του Falkenhayn, το οποίο υπερασπιζόταν πεισματικά την πρώτη γραμμή δίχως να λαμβάνει καθόλου υπόψη το μέγεθος των απωλειών. Επινόησε ένα νέο αμυντικό σύστημα, το οποίο συνίστατο στη δημιουργία πολλών προκεχωρημένων γραμμών και όχι μίας συνεχόμενης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν μια μεγαλύτερη πλαστικότητα ελιγμών σε σύγκριση με το παρελθόν. Επιπρόσθετα, την άνοιξη του 1917 επανήλθε στο προσκήνιο το σχέδιο συρρίκνωσης του μετώπου, το οποίο είχε απορρίψει κατηγορηματικά ο Falkenhayn ένα χρόνο νωρίτερα. Η υλοποίησή του όχι μόνο ανακούφισε αισθητά τον γερμανικό στρατό, αλλά απέτρεψε την εφαρμογή των συμμαχικών επιθετικών σχεδίων που είχαν εκπονηθεί για το ίδιο έτος.
Υπεράνω όλων όμως, η νέα στρατιωτική ηγεσία, θέλοντας να καλύψει την καθυστέρηση της χώρας σε επίπεδο εξοπλισμών, επιστράτευσε, μέσω του λεγομένου “Προγράμματος Hindenburg” κάθε διαθέσιμο μέσο προς την κατεύθυνση αυτή. Οι πολίτες αναγκάστηκαν να εργαστούν στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας. Ταυτόχρονα, πολλοί Βέλγοι εργάτες μεταφέρθηκαν στη Γερμανία για τον ίδιο σκοπό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο απόλυτης εξουθένωσης, με την πεποίθηση, ωστόσο, ότι ο μόνος τρόπος προκειμένου να καμφθεί ένας ισχυρότερος αντίπαλος ήταν η προσφυγή σε κάθε είδους μέσο, την 1η Φεβρουαρίου 1917 λήφθηκε η κρίσιμη απόφαση περί κήρυξης υποβρυχίου πολέμου μέχρις εσχάτων.22
Μία νίκη δίχως αντίκρισμα
Εν μέσω της εξάντλησης, της υπερπροσπάθειας και της συστράτευσης για την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, ουδείς διέκρινε πως η υπόθεση, στην οποία είχε προβεί το γερμανικό επιτελείο την άνοιξη του 1917, που έκανε λόγο για μία αμυντική επιτυχία στο ανατολικό μέτωπο, ικανή να επηρεάσει ακόμα και την τελική έκβαση του πολέμου, είχε υλοποιηθεί στη Δύση ήδη από το φθινόπωρο του προηγουμένου έτους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της Ρουμανίας, υποτιμήθηκε ανεξήγητα από τους κύκλους του Βερολίνου.
Αξίζει τον κόπο, για μια καλύτερη κατανόηση, να επιχειρήσει κανείς μία αντιπαραβολή με την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αμυντική επιτυχία του καλοκαιριού του 1916 με τις διαδοχικές αποκρούσεις της επίθεσης του Brusilov και εκείνης των Αγγλογάλλων στον τομέα του Somme, μάς προσφέρουν μία θαυμάσια εικόνα εκείνου που μπορούσε να είχε συμβεί εάν αποτύγχανε η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία και ταυτόχρονα ανεκόπτετο η υποχώρηση της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο. Ωστόσο, η αμυντική επιτυχία του 1916 δεν ήταν δυνατό να καρποφορήσει παρά μόνο εφόσον η γερμανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αξιοποιούσαν τα πλεονεκτήματα που προσέφερε. Η Ρωσία είχε ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα τον Μάρτιο του 1917. Η χώρα βυθίστηκε μέσα στο χάος της επανάστασης και αποποιήθηκε, ουσιαστικά, τον ρόλο της ως εμπόλεμο κράτος. Η συντονισμένη επίθεση, την οποία εξαπόλησαν οι Σύμμαχοι σε όλα τα μέτωπα, αποτελούσε γι’ αυτούς την ύστατη ευκαιρία επικράτησης στον πόλεμο, δίχως να υπολογίζουν στη συνδρομή τρίτων (βλ. ΗΠΑ).

Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει αυτομάτως ότι οι Γερμανοί ήταν σε θέση να τερματίσουν νικηφόρα τον πόλεμο. Η φθορά την οποίαν υπέστησαν μέσα στο 1916 υπήρξε τεράστια. Από την άλλη πλευρά, δεν διέθεταν την απαιτούμενη υπεροπλία έναντι του αντίπαλου συνασπισμού. Όμως, ένα σημαντικό βήμα είχε γίνει από στρατιωτικής απόψεως και θα ήταν φρονιμότερο να υιοθετηθεί μία συμβιβαστική πολιτική. Οι προτάσεις των Κεντρικών Δυνάμεων για ειρήνη του Δεκεμβρίου 1916 υπήρξαν μία πρωτοβουλία προς τη σωστή κατεύθυνση. Έστω και εάν δεν έγιναν αποδεκτές, μια συστηματική πολιτική υποβολής ειρηνευτικών προτάσεων διέθετε όλες τις πιθανότητες να ασκήσει επιρροή στην καταβεβλημένη από την παράταση του πολέμου κοινή γνώμη του συνόλου των εμπολέμων κρατών. Στη συγκεκριμένη συγκυρία επιτακτική ήταν η ανάγκη να μην αφεθεί να μετεξελιχθεί η επιτυχία του Somme σε μια δυσμενή για τη Γερμανία κατάσταση. Πρώτιστο μέλημα για κάτι τέτοιο ήταν η αποφυγή μιας εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο. Η γερμανική κυβέρνηση, προχωρώντας την 1η Φεβρουαρίου στην ανακοίνωση περί ολοκληρωτικού υποβρυχίου πολέμου, προκάλεσε ακριβώς το αντίθετο. Η ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος ένα μήνα αργότερα, απέδειξε πόσο ανεδαφική ήταν, σε τελευταία ανάλυση, η παραπάνω πρωτοβουλία. Η Ρωσία βάδιζε με σταθερό βηματισμό προς την έξοδό της από τον πόλεμο. Το Βερολίνο μπορούσε επομένως να εστιάσει το σύνολο της προσπάθειάς του στο δυτικό μέτωπο. Ο Winston Churchill είχε απόλυτο δίκιο όταν σημείωνε πως εάν είχαν μεσολαβήσει δύο ακόμη μήνες, η διακοίνωση περί ολοκληρωτικού υποβρυχίου πολέμου ενδεχομένως να μην είχε πραγματοποιηθεί ποτέ.23 Οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες θα βρίσκονταν σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση δίχως την παρέμβαση των ΗΠΑ στον πόλεμο. Ακόμα περισσότερο δε μετά την ρωσική πανωλεθρία, στο πλαίσιο της απέλπιδας επίθεσης την οποία εξαπέλυσε το καθεστώς Kerenski.
Η έκβαση της Μάχης του Somme προίκισε τη Γερμανία με αξιοποιήσιμες προοπτικές. Για το επιτελείο αποδείχτηκε η πιο σημαντική του πολέμου ολόκληρου, παρά το μεγάλο κόστος. Ενέπνευσε, ωστόσο, αποκλίνουσες αντιδράσεις. Από τη μία πλευρά, επέφερε μια συγκυριακή σχετική ισορροπία στον συσχετισμό των δυνάμεων. Από την άλλη, καλλιέργησε ένα πνεύμα βιασύνης και σπασμωδικότητας στις τάξεις του επιτελείου. Επιθυμώντας να θέσει τέλος στον πόλεμο μία ώρα αρχύτερα, το τελευταίο κινήθηκε προς την κατεύθυνση ριψοκίνδυνων επιλογών. Η παράταση των εχθροπραξιών, οι τρομακτικές θυσίες, τα οδυνηρα επακόλουθα του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού σε βάρος της καθημερινότητας των αμάχων, τέλος, μια αφόρητη ψυχολογική πίεση συνέβαλαν στη δημιουργία ενός κλίματος πανικού.
Σήμερα γνωρίζουμε πως η υλικοτεχνική υπεροχή των Συμμάχων δεν επαρκούσε προκειμένου να κερδηθεί ο πόλεμος. Η συνδρομή των ΗΠΑ αποτελούσε την αναγκαία ειδοποιό διαφορά. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη λήξη της Μάχης του Somme και τη διακοίνωση περί υποβρυχίου πολέμου μέχρις εσχάτων, προσέφερε στη Γερμανία την ύστατη ευκαιρία προκειμένου να μην ηττηθεί. Δυστυχώς για εκείνη, η ηγεσία, στερούμενη πολιτικής και στρατηγικής διορατικότητας, αποδείχθηκε παντελώς ανίκανη να την αξιοποιήσει.
Die Deutschen an der Somme (Πηγή: Bundesarchiv)
Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε υπό μορφή ανακοίνωσης στο πλαίσιο διεθνούς Συνεδρίου με γενικό τίτλο La bataille de la Somme dans la Grande Guerre, οι εργασίες του οποίου έλαβαν χώρα από 1-4 Ιουλίου 1996 στην κωμόπολη Péronne (Somme), με αφορμή τη συμπλήρωση ογδόντα ετών από τη Μάχη του Somme. Οργανωτικός φορέας: Centre de Recherches de l’ Historial de la Grande Guerre https://www.historial.fr/en/resources-2/the-centre-and-its-actions/the-centre-and-its-actions/
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Σημειώσεις
- Holger Afflerbach, Falkenhayn, Politisches Denken und Handeln im Kaiserreich, München, 1994, σ. 260. ↩︎
- Ibid., σ. 420. ↩︎
- Ibid., σ. 409. ↩︎
- Ibid., σ. 409. ↩︎
- Max Hoffmann,Der Krieg der versäumten Gelegenheiten, München, 1924, σ. 138. ↩︎
- Βλ. σχετικά Rudolf Jerabek, Die Brussilowoffensive 1916. Ein Wendepunkt der Koalitionskriegführung der Mittelmächte, Wien, 1982. ↩︎
- Conrad προς Falkenhayn, 15.06.1916, ÖstA – AOK 512. ↩︎
- Der Weltkrieg 1914-1918, Bd. 10, σ. 482. ↩︎
- Afflerbach, Falkenhayn…, σ. 426. ↩︎
- Willibald Gutsche (Hrsg.), Deutschland im ersten Weltkrieg, Berlin, 1968, Band 2, σ. 343. ↩︎
- Adolf Wild von Hohenborn, Briefe und Tagebuchaufzeichnungen des preussischen Generals als Kriegsminister und Truppenführer im Ersten Weltkrieg , Hrsg. Helmut Reichold und Gerhard Granier, Boppard a.Rh., 1986, σ. 174. ↩︎
- Συμπεριλαμβάνεται στο Gothard Breit, Staats¨ und Gesellschaftsbild deutscher Generale beider Weltkriege im Spiegel ihrer Memoiren, Boppard a.Rh., 1973, σ. 72. ↩︎
- “Falkenhayn ist mit den Nerven recht herunter und warf gestern abend die Flinte völlig ins korn”, Afflerbach, Falkenhayn…, σ. 423. ↩︎
- Max von Gallwitz, Meine Führertätigkeit im Weltkrieg, 1914-1916, Berlin, 1929, σ. 60. ↩︎
- Afflerbach, Falkenhayn…, σ. 423. ↩︎
- Gutsche, Deutschland…, σ. 344. ↩︎
- Zahlen Kronprinz Rupprecht, Mein Kriegstagebuch, München, 1929, Band 3, σ. 97. ↩︎
- Der Weltkrieg 1914-1918, bearbeitet im Reicharchiv, 12 Bände, Berlin, 1925-1939, εδώ Band 11, σ. 103-104. ↩︎
- Βλ. σχετικά John Keegan, Das Antlitz des Krieges: Die Schlachten von Azincourt 1415, Waterloo 1815 und an der Somme 1916, Frankfurt a.M., 1991, σ. 241-338. ↩︎
- RA XI, σ. 104-105. ↩︎
- Karl–Heinz Janßen, Der Kanzler und der General. Die Führungskriese um Bethmann Hollweg und Falkenhayn (1914-1916), Göttingen, 1967, σ. 247. ↩︎
- Paul Kennedy, Aufstieg und Fall der großen Mächte: Ökonomischer Wandel und militärischer Konflikt von 1500 bis 2000, Frankfurt a.M., 1989, σ. 408-409. ↩︎
- Michael Balfour, Der Kaiser Wilhelm II. und seine Zeit, 1967, Frankfurt a.M., σ. 404. ↩︎