Τα αυτοτελή έργα της Πηνελόπης Δέλτα (1874-1941) είναι με χρονολογική τάξη Γιὰ τὴν Πατρίδα το 1909, Παραμύθι χωρὶς Ὄνομα 1910, Τὸν καιρὸ τοῦ Βουλγαροκτόνου το 1911 και αποτελούν τη «Δραγουμική τριλογία» της, όπως έχει γίνει αποδεκτό. Η παρουσία του Ίωνα Δραγούμη είναι πολύ έντονη, ακριβώς όπως και η αγάπη της συγγραφέως γι’ αυτόν. Δεν θα γίνει αναλυτική αναφορά σε αυτά τα έργα, μόνον τα πρόσωπα στο Παραμύθι χωρὶς Ὄνομα1 θα αποκρυπτογραφηθούν2, επειδή αποδεικνύουν πως η Πηνελόπη Δέλτα αναπαριστάνει με τους ήρωές της πρόσωπα τα οποία γνωρίζει και ανήκουν στο στενό της περιβάλλον. Ουδέποτε πλάθει ήρωες με τη φαντασία της ή ασχολείται με άτομα που δεν γνωρίζει καλά.
Μετά τα ιστορικού περιεχομένου βιβλία της ξεκινά η ενεργός συμμετοχή της Πηνελόπης Δέλτα στα κοινά και τα άρθρα της που κυκλοφόρησαν και ως ανάτυπα. Τα ημι-επιστημονικά, το «Στοχασμοὶ Περὶ τῆς Ἀνατροφῆς τῶν Παιδιῶν μας», το 1911, «Τὰ Ἀναγνωστικά μας», το 1913, «Tὰ καινούρια Ἀναγνωστικά μας», το 1919 για το Δελτίο τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Ὁμίλου. Το «Bulgarian Atrocities», και αυτό σε ξένο περιοδικό και σε ανάτυπο, που προέκυψε από τη μετάβασή της δύο φορές στην Ανατολική Μακεδονία για την περίθαλψη των σε τραγική κατάσταση Ελλήνων που επέστρεφαν από την ομηρεία τους στη Βουλγαρία. Τέλος, η ανάμιξή της στο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, και με τον έρανο που έκανε για τη χρηματοδότηση των προσπαθειών.

Οι δύο τόμοι με συλλογές αφηγημάτων της, το Παραμύθια και Ἄλλα, το 1915, και το Τ’ Ἀνεύθυνα (Ψυχὲς Παιδιῶν), το 1921, περιλαμβάνουν μικρά σχετικά κείμενα είτε από τα δικά της παιδικά χρόνια και εκείνα στενών συγγενών της είτε από ιστορίες που είχε παρακολουθήσει από κοντά χάρις στην ενασχόλησή της με το «Μικρὸ Ἄσυλο» από το 1905.
Το ουσιαστικά αυτοτελές συγγραφικό έργο της Πηνελόπης Δέλτα μετά τα ιστορικά έργα της συνεχίζεται με το μνημειώδες Ἡ Ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, το 1925. Στο μυαλό της βρίσκεται πάντοτε ο Ίων Δραγούμης, νεκρός ήδη μία πενταετία. Με το θείο δράμα αναπαριστά το δράμα που πέρασε ο αγαπημένος της, όταν εκείνη πήρε την οριστική απόφαση να χωρίσουν, όταν του κατέστρεψε όλα τα σχέδια που έκαναν μαζί για την κοινή ζωή τους. Της είχε εξομολογηθεί εκείνος τον πόνο που είχε ζήσει, όταν συναντήθηκαν το 1913 και από τότε η Πηνελόπη είχε ξεκινήσει τη συγγραφή.

Με προίκα τις γνώσεις, που έχει αποκτήσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η Πηνελόπη Δέλτα δημοσιεύει στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 τρία έργα της, τον Τρελαντώνη το 1932, τον Μάγκα το 1935 και το Στὰ Μυστικὰ τοῦ Βάλτου, το 1937. Πρόκειται για την «τριλογία του Αναγνωσματαρίου»3, όπως θα φανεί αμέσως παρακάτω. Είναι έργα γραμμένα ειδικά για παιδιά, με στόχο να τα διασκεδάσουν, να διαμορφώσουν με ηθικές αρχές τον χαρακτήρα τους και παράλληλα να τα μορφώσουν σε θέματα για τα οποία τότε επικρατούσε σιωπή. Τα έργα της έχουν σημαντική αναγνωσιμότητα, το τρίτο της -το Στὰ Μυστικὰ τοῦ Βάλτου- είναι το πιο πολυδιαβασμένο από τα βιβλία της και ακολουθεί το πρώτο αυτών των χρόνων, ο Τρελαντώνης.
Η αρχή που πρυτάνευε στο μυαλό της Πηνελόπης Δέλτα ήταν οι προσπάθειες των δημοτικιστών της Κωνσταντινούπολης, του «Ἀδερφάτου τῆς Πόλης», να εφαρμοστεί η δημοτική γλώσσα στην εκπαίδευση, τουλάχιστον στα πρώτα βήματα του παιδιού στο σχολείο, και η συγγραφή των κατάλληλων αναγνωστικών. Ενημερώθηκε για τις προθέσεις των δημοτικιστών τον Ιανουάριο του 1907, δύο χρόνια πριν αρχίσει να γράφει, και άρχισε την προεργασία για τη δημιουργία αναγνωστικού ή καλύτερα αναγνωστικών για τους μικρούς μαθητές. Ήξερε ότι τα περισσότερα παιδιά δεν θα άνοιγαν άλλο βιβλίο κατά τη διάρκεια της ζωής τους και ήθελε να είναι έργα ιδιαίτερα φροντισμένα, ώστε τα παιδιά να θυμούνται όσα είχαν διαβάσει στα πρώτα τους χρόνια.
Τον Νοέμβριο του 1907, το «Ἀδερφάτο τῆς Πόλης» κυκλοφορεί ένα είδος εγκυκλίου, γραμμένης στο χέρι από τον Ίωνα Δραγούμη4, η οποία ακολουθεί την Προκήρυξη για τη συγγραφή αναγνωσματαρίων. Παρουσιάζει το πρόγραμμα των αναγνωστικών όπως το έβλεπαν εκείνοι που το είχαν εμπνευστεί. Σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται έπρεπε οι ενδιαφερόμενοι συγγραφείς να φροντίσουν για τα αναγνωστικά των τριών πρώτων χρόνων. Την πρώτη χρονιά που θα πήγαινε το παιδάκι στο σχολείο θα χρειαζόταν το Αλφαβητάριο και το πρώτο Αναγνωστικό και κατά τα δύο επόμενα χρόνια θα μελετούσε τα δύο επόμενα Αναγνωστικά.

Οι ενδεχόμενοι συγγραφείς έπρεπε να απευθύνονται σε παιδιά από τα επτά έως τα δέκα χρόνια τους. Το μέγεθος των έργων έπρεπε να ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία των μαθητών. Το πρώτο να καλύπτει έξι τυπογραφικά φύλλα (επί 16 σελίδες το καθένα), το δεύτερο οκτώ τ. φ. και το τρίτο δέκα τ. φ. Σκοπός τους ήταν να μορφώνουν το ήθος, τον πολίτη. Να έχουν πολλές ζωγραφιές και σύντομο αλλά όμορφα γραμμένο κείμενο. Το πρώτο αναγνωστικό θα στόχευε στη διαμόρφωση του νου, στο δεύτερο θα έπρεπε να προστεθούν κομμάτια που να δείχνουν τι κατορθώνει η θέληση, η επιμονή, η υπομονή, η αφοβία. Το τρίτο θα αφιερωνόταν στη μόρφωση του πολίτη, με κομμάτια από την ιστορία, που να προκαλούν θαυμασμό και σεβασμό στους ήρωες που θυσίασαν τα πάντα για τη σωτηρία και τη δόξα της πατρίδας.
Ανάμεσα στο 1907 και το 1932 είχαν περάσει πολλά χρόνια και η Πηνελόπη Δέλτα είχε εξελιχθεί. Ενδιαφερόταν πάντοτε για τα αναγνωστικά, από το 1914 έως το 1916 είχε μάλιστα εντάξει κάποια σχετικά κείμενα που είχε έτοιμα, δικά της ή ξένα, στο προσκοπικό περιοδικό Ἔσο Ἕτοιμος της Αλεξάνδρειας5. Από τη μια είχε ερευνήσει προσεκτικά τις σειρές αναγνωστικών που κυκλοφορούσαν στις ξένες χώρες, από την άλλη είχε μελετήσει τα ελληνικά αναγνωστικά. Τις απόψεις της γι’ αυτά τα τελευταία είχε καταγράψει -σύμφωνα με την επιθυμία του Μανόλη Τριανταφυλλίδη- σε δύο άρθρα της του 1913 και του 1919 στο Δελτίο τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Ὁμίλου. Κατέληγε πως τα αναγνωστικά που κυκλοφορούσαν τότε δεν ήταν κατάλληλα για τα παιδιά. Το μόνο έργο που την είχε εντυπωσιάσει ήταν το έργο της Ιουλίας Δ. Δραγούμη, Τρία Παιδιά: Ματίνα, Παύλος, Αλέκος. Ήταν γραμμένο στην καθαρεύουσα, αλλά ήταν ζωντανό βιβλίο, ασφαλώς θα ξετρέλαινε τους μικρούς μαθητές και θα τους ωφελούσε. Εν κατακλείδι, η Πηνελόπη Δέλτα ήταν έτοιμη να συνθέσει αναγνωστικό σύμφωνα με τις αρχές των δημοτικιστών του 1907 και με κατασταλαγμένες τις προσωπικές της απόψεις για τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να μεγαλώνει ο νέος άνθρωπος. Κατά τη δεκαετία του 1910 η σκέψη της για το συγκεκριμένο θέμα όμως ωριμάζει. Γιατί να συνθέσει τα αναγνωστικά της και να μην τα γράψει η ίδια; Έτσι κι αλλιώς από την ελληνική συγγραφική παραγωγή στη δημοτική γλώσσα δεν έβρισκε το κατάλληλο υλικό για να το εντάξει στα δικά της αναγνωστικά. Τα δημοτικά τραγούδια και τα κείμενα του Γιάννη Βλαχογιάννη δεν της αρκούσαν, αποτελούσαν «δασκαλίστικες» παραινέσεις, που η ίδια απέρριπτε. Είχε ζηλέψει πάντως τη φίλη της Ιουλία Δραγούμη και το έργο της Τρία παιδιά.

Αρχίζει να γράφει. Ο Τρελαντώνης εκδίδεται το 1932. Πρόκειται για ένα βιβλίο πολύ διαφορετικό από όσα είχε γράψει έως τότε, ξεχειλίζει από καμώματα, αγάπη, αισιοδοξία, ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό και διασκεδαστικό. Με το έργο αυτό προωθούνται παράλληλα και οι πανανθρώπινες αξίες που θεωρεί ότι πρέπει να κυριαρχούν στον χαρακτήρα ενός μικρού παιδιού. Η επιτυχία που σημειώνει ο Τρελαντώνης ισχυροποιούν τα σχέδιά της.
Αρχίζει να διαμορφώνεται στο μυαλό της η ιδέα για τρία αναγνωστικά και τον ίδιο χρόνο, το 1932, ξεκινάει να μελετάει συστηματικά τις μαρτυρίες όσων είχαν συμμετάσχει στον Μακεδονικό Αγώνα. Επειδή είναι καθηλωμένη πλέον στην αναπηρική καρέκλα έχει τη βοήθεια της γραμματέως της, της Αντιγόνης Θρεψιάδου-Μπέλλου, η οποία της συμπαραστέκεται ουσιαστικά. Κάνει παράλληλα κινήσεις για να βρει όσους μπορεί από τους αγωνιστές και να τους πείσει να την εμπιστευθούν. Τους ζητάει τις αναμνήσεις τους, φωτογραφίες, επιστολές, ημερολόγια, αλλά και περιγραφές, που την ενημερώνουν αναλυτικά για την «ηρωική» εποχή.
Ο Μάγκας ήταν ήδη έτοιμος αφού η πρώτη του μορφή είχε δημοσιευθεί στο προσκοπικό περιοδικό Ἔσο Ἕτοιμος της Αλεξάνδρειας το 1916. Δεν είναι ολόκληρο το έργο, γιατί σταμάτησε η έκδοση του περιοδικού. Πάντως, απ’ όσο δείχνει ο έλεγχος ανάμεσα στις δύο μορφές, από το 1915, που έγραψε την πρώτη μορφή του Μάγκα, είχε κατά κάποιον τρόπο προβλέψει γέφυρες προς επόμενο έργο. Το βιβλίο της κυκλοφορεί το 1935 και δέχεται και αυτό επαίνους από όσους το διαβάζουν. Είναι ψυχαγωγικό μεν, με παρούσες τις ηθικές αξίες, αλλά ενημερώνει τα παιδιά για τα ηρωικά γεγονότα του παρελθόντος, του σχετικά πρόσφατου.
Το προαποφασισμένα κύκνειο άσμα της Στὰ Μυστικὰ τοῦ Βάλτου κυκλοφορεί το 1937. Ο μύθος στο έργο αυτό είναι απλός και εξαφανίζεται, γιατί προέχει η πιστή καταγραφή της πραγματικότητας. Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα γεγονότα βασίζονται στην αλήθεια, στις πηγές, από όπου είχε αντλήσει τις πληροφορίες της. Πρόκειται ουσιαστικά για χρονικό, που στηρίζεται στο υλικό που της παραχώρησαν άνθρωποι που συμμετείχαν στον Αγώνα. Κατέβαλε προσπάθεια να μην προδώσει τις πηγές της και να αποδώσει πιστά όσα στοιχεία της είχαν εμπιστευθεί.
Το χρονικό εξελίσσεται με τα ίδια συστατικά που είχε μάθει καλά γράφοντας τα ιστορικά μυθιστορήματά της, που διαδραματίζονταν στα βυζαντινά χρόνια. Η ατμόσφαιρα της μυστικότητας, η έννοια της κατασκοπείας και των μεταμφιέσεων, η εμφάνιση των πρωταγωνιστών, ανδρών και γυναικών, η έννοια της αγάπης και τέλος το ερωτικό στοιχείο, που δεν φαινόταν, αλλά υπέβοσκε, και τη φορά αυτή θριάμβευσε. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά τα πράγματα, γιατί η Πηνελόπη Δέλτα το είχε αποφασίσει: το Στὰ Μυστικὰ τοῦ Βάλτου θα ήταν το τελευταίο έργο της, το τελευταίο που χρωστούσε στον Ίωνα και στις ιδέες του. Γιατί εκείνη όφειλε να αναδείξει το δικό του έργο, τους δικούς του στόχους, την αγάπη του για την κοινή Πατρίδα, ακόμα περισσότερο επειδή έγραφε για τα παιδιά.

Η σύνδεση με τον Ίωνα Δραγούμη
Τρελαντώνης
Περιγράφει τη ζωή των τεσσάρων παιδιών της οικογένειας Μπενάκη στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1881, πριν γεννηθεί η Αργίνη. Τότε είχαν φιλοξενηθεί από την αδελφή του πατέρα τους και τον άντρα της, στο σπίτι που η Μαριέττα και ο Ζωρζής Μηταράκης είχαν ενοικιάσει στην Καστέλα, μία μονοκατοικία σχεδιασμένη από τον Ernst Ziller· σχεδόν δίπλα τους παραθέριζε ο βασιλέας. Τους συνέβαιναν διάφορα ευτράπελα, που προέρχονταν κυρίως από τις σκανταλιές του αδελφού της, του Αντώνη. Μα και η Πουλουδιά, η ίδια η Πηνελόπη Δέλτα, ως παιδί ήταν ζιζάνιο και της άρεσαν οι εξερευνήσεις και η αναζήτηση του αγνώστου, του καινούργιου. Τα περισσότερα από τα περιστατικά που καταγράφονται είχαν συμβεί το 1881, ενώ κάποια είχαν διαδραματιστεί τις αμέσως επόμενες χρονιές.

Στο βιβλίο της περιέγραφε τα αδέλφια της, και ιδιαίτερα τον Αντώνη, τον εαυτό της την Πουλουδιά, τα ξαδέλφια της, που ήταν τόσο διαφορετικά. Εκείνος ο ξάδελφος ο Γιάννης Καλαμποκίδης ωστόσο έμοιαζε αρκετά στον Ίωνα με κάποια διαφορά στην ηλικία. Πρόσθεσε στον χαρακτήρα του κάποια από τα χαρακτηριστικά που εκτιμούσε στον αγαπημένο της: την τόλμη, την προστασία προς τους αδυνάμους, το ότι της άρεσε ως εμφάνιση· αυτό βέβαια δεν απέκλειε την περίπτωση να είχε πραγματικά ο νεαρός Καλαμποκίδης αυτές τις ιδιότητες. Η σύγκριση πάντως του Τρελαντώνη με το Μονοπάτι6 του Ίωνα Δραγούμη φανερώνει κάποια κοινά περιστατικά και αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται η Πηνελόπη Δέλτα να αντλούσε υλικό εκτός από τα προσωπικά της βιώματα και από τις αναμνήσεις του Ίωνα Δραγούμη, όπως της τις είχε αφηγηθεί, μια και το έργο του κυκλοφόρησε πολύ αργότερα.

Στόχος της πάντως ήταν να ελκύσει το ενδιαφέρον του μικρού αναγνώστη. Να τον κάνει να αγαπήσει την ανάγνωση, να τον ψυχαγωγήσει και ταυτόχρονα να τον κάνει να επιθυμήσει να έχει ηθικές αξίες σε όλη του τη ζωή. Ο Τρελαντώνης ήταν το πρώτο από τα αναγνωστικά της και ήταν έργο απόλυτα σύμφωνο με τις προδιαγραφές του «Ἀδερφάτου τῆς Πόλης». Στόχευε στη μόρφωση του νου του μικρού μαθητή με 286 σελίδες και εικονογράφηση, 66 σκίτσα εντός κειμένου και ένα ολοσέλιδο.
Μάγκας
Δεν ήταν αποσπάσματα του έργου της, όσα δημοσιεύθηκαν το 1916, όπως εσφαλμένα σημείωσε στην Εργογραφία της Πηνελόπης Δέλτα ο επιμελητής της Ἀλληλογραφίας της Ξενοφών Λευκοπαρίδης. Επρόκειτο για το πλήρες κείμενο σχεδόν του βιβλίου, που έμεινε ημιτελές, επειδή σταμάτησε η έκδοση του περιοδικού.
Ο τίτλος Μάγκας προερχόταν από το όνομα ενός φοξ-τεριέ, που τη συνέδεε με τον Ίωνα, καθώς έτσι ονομαζόταν το σκάνταλο σκυλάκι που είχαν στο πατρικό του στην οδό Αμαλίας. Ήταν το πολυαγαπημένο ζωάκι της οικογένειας Δραγούμη και είχε καταλήξει το 1897, όταν ο Ίων υπηρετούσε στον Ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Τουρκικού Πολέμου. Και ο ήρωας του δικού της βιβλίου όμως έδωσε το όνομά του σε ένα τουλάχιστον τετράποδο που μεγάλωνε στην ευρύτερη οικογένειά της: ο αδελφός της Αντώνης απέκτησε σκύλο, που τον αποκαλούσε Μάγκα.
Με το έργο αυτό η Πηνελόπη Δέλτα συνδύαζε την περιγραφή της καθημερινής ζωής της πολυμελούς οικογένειάς της στην Αλεξάνδρεια με την εισαγωγή του αναγνώστη στην πρόσφατη ελληνική ιστορία ή μάλλον στην περιγραφή σημαντικών γεγονότων από την Επανάσταση του 1821. Κατόρθωσε να συνδυάσει τα κωμικά περιστατικά στα οποία πρωταγωνιστεί το μικρό τετράποδο με ορισμένα από τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας, τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και την ιστορία των Ψαρών. Εξέχουσα θέση καταλαμβάνει η εκτενής αναφορά στον Παύλο Μελά και ο ξαφνικός θάνατός του. Δεν λησμονούσε ότι ο ιδιαίτερος σύνδεσμός της με τον Ίωνα Δραγούμη είχε δημιουργηθεί από τις αφηγήσεις του σχετικά με τον ήρωα. Δεν στηρίχθηκε όμως σε όσα είχε μάθει από τον Ίωνα, ούτε σε όσα την είχαν πληροφορήσει οι πρωταγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα, που η ίδια είχε επιδιώξει να γνωρίσει. Το ουσιαστικό στήριγμά της ήταν η έκδοση των τεκμηρίων που σώζονταν για τον Παύλο Μελά από τη χήρα του, τη Ναταλία, την καλή της φίλη και αδελφή του Ίωνα. Πρόκειται για σχετικά ογκώδες βιβλίο, όπου συγκεντρωνόταν όλο το υλικό που αφορούσε τον ήρωα, όπως διηγήσεις, αναμνήσεις, επιστολές και είχε εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια το 1926.
Ο Μάγκας είναι πάντως ένα ευχάριστο και εξαιρετικά διδακτικό μυθιστόρημα. Η ιδέα της είχε έρθει μάλλον στον Βόλο το 1915, στην εκδρομή που είχε πραγματοποιήσει με την οικογένειά της στο Πήλιο, όπου άκουσε μια ιστορία για ένα πανέξυπνο σκυλί. Άρχισε να το γράφει σχεδόν αμέσως. Με δεδομένο ότι το μυθιστόρημα διαδραματιζόταν σε οικείο χώρο, το σπίτι στο Quartier Grec, αλλά και στο Ramleh, όπου περνούσαν τις διακοπές τους, κατέληξε να δώσει στον Μάγκα την εικόνα των παιδικών της χρόνων και της οικογένειάς της, όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα, αλλά ωραιοποιημένο, όπως εκείνη θα ήθελε να ήταν7.

Ο Μάγκας αποτελούσε το δεύτερο στη σειρά αναγνωστικό της. Της έδινε την κατάλληλη ευκαιρία, ώστε να μπορέσει να διδάξει τα ελληνόπουλα κάποια πράγματα που η ίδια θεωρούσε πολύ ουσιαστικά. Επρόκειτο για θέματα της καθημερινής ζωής, αλλά και για σημαντικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Τον βασικό ρόλο του αφηγητή έπαιζε η γιαγιά Βασιωτάκη, την οποία είχε πλάσει με χαρακτηριστικά που θα ήθελε να έχει η ίδια και έμοιαζε στη Ναταλία Μελά. Μια γιαγιά νέα ακόμη, παρά τα λευκά μαλλιά της, γεμάτη κατανόηση για την οικογένειά της και με μεγάλη αγάπη για τα εγγόνια της. Μια γιαγιά, που αντί να λέει στα εγγόνια της παραμύθια, τους μιλούσε για πραγματικά περιστατικά, όπως έκανε η ίδια. Το πρόσωπο του κηπουρού Βασίλη, του συνδετικού κρίκου δηλαδή ανάμεσα στον Μάγκα και του επόμενου βιβλίου της, αφηγείται την ιστορία του Παύλου Μελά.
Ο Μάγκας ανήκε στην ίδια κατηγορία με τον Τρελαντώνη. Ήταν τα δύο αναγνωστικά της σύμφωνα με τις αρχές της συντροφιάς των δημοτικιστών. Ήταν έργα διασκεδαστικά, αλλά υπήρχαν αποσπάσματα που έδειχναν τι κατορθώνει η θέληση, η επιμονή, η υπομονή, η αφοβία. Ο Μάγκας έχει 352 σελίδες και είναι εικονογραφημένος με 7 ολοσέλιδα και 23 σκίτσα εντός κειμένου.
Στὰ Μυστικὰ τοῦ Βάλτου
Το χρονικό της Πηνελόπης Δέλτα για τον Μακεδονικό Αγώνα κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1937. Ήταν το τελευταίο βιβλίο που έγραφε και θα τύπωνε η ίδια, το είχε αποφασίσει. Όλα όσα θα ετοίμαζε στη συνέχεια θα έμεναν ανέκδοτα και θα αποφάσιζαν οι θυγατέρες της εάν και πώς θα δημοσιεύονταν. Ήταν και αυτή της η απόφαση τεκμήριο για το ότι είχε αρκετά νωρίς αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή της όταν θα τελείωνε με όσα έπρεπε να γράψει.
Στόχος της πρώτος ήταν να είναι το έργο της συμβατό με τους όρους που είχε θέσει το «Ἀδερφάτο τῆς Πόλης» το 1907, να είναι επομένως το τρίτο αναγνωστικό της για τους μεγαλύτερους μαθητές. Το έργο πληρούσε τις προδιαγραφές με 569 σελίδες, με 8 εικόνες εκτός κειμένου και 9 εντός και με χάρτες από τη Στεφανία Φαρκού, της Λίμνης των Γιαννιτσών και άλλον της Κεντρικής Μακεδονίας.
Ο Σπύρος Καράβας έχει γράψει μία εξαιρετική εργασία8 για το έργο αυτό και αποκαλύπτει όλα τα μυστικά που προέκυψαν κατά τη συγγραφή του, όπως και το ποιοι ήταν οι ήρωες στο βιβλίο. Δεν ασχολείται όμως με τα συναισθήματα της Πηνελόπης Δέλτα και δεν αντιλήφθηκε ότι η συγγραφέας ονειροφανταζόταν τον Ίωνα Δραγούμη και υπέθετε πώς θα ολοκληρωνόταν η αγάπη τους αν βρίσκονταν και οι δύο στη Λίμνη. Ο γνωστός από τον Μάγκα Μήτσος Βασιωτάκης έφθασε στον χώρο του Βάλτου, φρεσκοξυρισμένος και ολοκάθαρος, «Ήταν νέος, αρειμάνιος, ωραίος στην ολοκαίνουρια άψογη αντάρτικη στολή του, με την καινούρια πέτσινη ζώνη του και τις αστραφτερές σταυρωτές φυσιγγιοθήκες του. Λαφριά πήδηξε στο πάτωμα». Ήταν ο Ίων, ο Μήτσος. Εκείνη ήταν η Ηλέκτρα, η ευσυνείδητη δασκάλα: «Ήταν ως είκοσι χρονών κορίτσι, ψηλή, λυγερή σαν καλαμιά, με πυκνά μαύρα μαλλιά, πλεξούδα κυκλική, σα διάδημα πάνω από το μέτωπό της, και μάτια καστανά, σχεδόν χρυσά, που άστραφταν ζωηρά, επιβλητικά, από μέσα από τα μαύρα της ματόκλαδα. Η κυρία Ηλέκτρα ήταν μαθημένη να την υπακούουν. Και τα μάτια της πρόσταζαν, ακόμα και όταν σώπαιναν τα χείλη της, ακόμα και όταν χαμογελούσαν μητρικά, όπως τώρα. Άπλωσε το χέρι της – ένα άσπρο λιγνό χέρι, με μακριά, λεπτά δάχτυλα – και…» Έξι σελίδες πριν το τέλος του πολυσέλιδου βιβλίου γίνεται η ερωτική εξομολόγηση, που δεν ήταν απλή ούτε επιπόλαιη: ο Μήτσος την είχε γνωρίσει, την είχε εκτιμήσει, τόσο στο έργο της ως δασκάλα, όσο και στον Αγώνα της στη Λίμνη. Την είχε θαυμάσει, την είχε καμαρώσει, την είχε αγαπήσει. Είχαν ήδη ανταλλάξει βέρες οι δύο νέοι. Ο Μήτσος, «που δεν μπορούσε να φανταστεί ζωή χωρίς την κυρία Ηλέκτρα». Εκείνη, που είχε ήδη στείλει την παραίτησή της στην Υπηρεσία, «για να είναι πιο ελεύθερη να νοσηλεύσει τον πληγωμένο αντάρτη του Βάλτου».

Η Πηνελόπη Δέλτα κατόρθωσε επομένως να επιτύχει όλους τους στόχους της. Μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο, το Στὰ Μυστικὰ τοῦ Βάλτου, το τρίτο από τη σειρά των αναγνωστικών της, διέσωσε τις απόψεις μιας μερίδας Ελλήνων, που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα ή συνδέθηκαν στενά μαζί του. Γράφοντας όμως ζούσε ξανά τα όνειρά της, όπως παλαιά, όταν ήταν νέα και ο Ίων Δραγούμης πάλευε για τα ιδανικά του.
Συμπερασματικά
Η Πηνελόπη Δέλτα με την «τριλογία της των Αναγνωσματαρίων» ολοκλήρωσε το καθήκον της, το προσωπικό της χρέος να βοηθήσει τα ελληνόπουλα. Τους παρέδωσε ένα μεγάλο έργο, απολύτως σύμφωνο με τις αρχές που θεωρούσε απαραίτητες το «Ἀδερφάτο τῆς Πόλης». Ψυχαγωγούσε, διαμόρφωνε άρτιους χαρακτήρες και ταυτόχρονα ενημέρωνε τα παιδιά για την πρόσφατη ιστορία μας, για την οποία κανένας δεν μιλούσε.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Σημειώσεις
- Το έργο αυτό «Γράφτηκε σὲ 10 μέρες, σὲ ὧρες ποὺ ἡ αὐτοκτονία εἶχε γίνει ἐμμονή» και ολοκληρώθηκε στις 2 Μαρτίου του 1910. Η αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου στις 10 Απριλίου του 1910, που ανακοινώθηκε στο περιοδικό Ο Νουμάς στις 18 Απριλίου, είχε συγκλονίσει τη συγγραφέα, που γνώριζε ότι ο αυτόχειρας ήταν στενός φίλος του Δραγούμη. Επενέβη στο κείμενό της και θέλησε να αφήσει ένα νοερό λουλούδι στον τάφο του, καθώς ήταν ενημερωμένη για τις συζητήσεις του Περικλή με τον Ίωνα σχετικά με τον ελληνισμό. Δημιούργησε το «Μνημείο του Αφανέρωτου Ήρωα», όπως φαίνεται από προσθήκη στο χειρόγραφό της. Το «Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη», που χτίστηκε αργότερα, πρέπει να οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς τη μνεία. Η Πηνελόπη Δέλτα θύμισε στους Αθηναίους, και ιδιαίτερα στον Θεόδωρο Πάγκαλο -ο οποίος ήταν γνώριμός της και έκανε τις πρώτες ενέργειες για το χτίσιμο του μνημείου- ότι στην ελληνική πρωτεύουσα δεν υπήρχε κάτι που να τιμά τους αφανείς πεσόντες των πολυάριθμων πολεμικών αγώνων του έθνους. Ακόμα και στην Ερμούπολη της Σύρου υπήρχε μνημείο, όπως και στο Λονδίνο και το Παρίσι. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν αντιτάχθηκε στην ιδέα, τη βρήκε σωστή. ↩︎
- Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο Παραμύθι χωρὶς Ὄνομα είναι τα εξής: το βασιλόπουλο είναι ο Ίων Δραγούμης, η Γνώση είναι η Πηνελόπη Δέλτα, η οποία τον συμβουλεύει και τον εμψυχώνει, η κυρα-Φροσύνη είναι η Mademoiselle Victorine Dufay, τα μέλη της βασιλικής οικογένειας είναι οι στενοί συγγενείς της Πηνελόπης, που τότε τους είχε άχτι, καθώς αντιδρούσαν στο διαζύγιό της. Οι συνεργάτες του βασιλόπουλου είναι δύο, όπως και οι φίλοι ή στενοί συνεργάτες του Ίωνα. Ο Πολύδωρος είναι ο Περικλής Γιαννόπουλος, εκείνος που πρόσφερε στον Δραγούμη το δώρο της σκέψης του, το μέσον για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, την ανόρθωση της φυλής. Ο Πολύκαρπος είναι ο Θανάσης Σουλιώτης, ο γνωστός με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης, που του παρείχε πολύτιμους καρπούς με τη δράση του. Το βασιλόπουλο είχε και μία αδελφή, την Ειρηνούλα, ενώ η Πηνελόπη Δέλτα είχε μία φίλη, τη Μέλπω Λογοθέτη, αργότερα σύζυγο Octave Merlier. Η Ειρηνούλα αγαπάει τον Πολύκαρπο, αλλά και η Μέλπω είναι ερωτευμένη με τον Θανάση Σουλιώτη. Στο τέλος της νουβέλας η Ειρηνούλα σμίγει με τον Πολύκαρπο και το βασιλόπουλο με τη Γνώση. ↩︎
- Οι αφιερώσεις που κάνει η συγγραφέας στα τρία βιβλία της φανερώνουν τη διάθεσή της να ευχαριστήσει τους δικούς της ανθρώπους, εκείνους που την ενέπνευσαν, δηλαδή την οικογένειά της και έναν ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα. Συνέχιζε τις αφιερώσεις στην οικογένειά της, που είχαν ξεκινήσει κατά τη δεκαετία του 1920, πρώτα στο παραμύθι Στὸ Κοτέτσι και μετά στο έργο Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, οπότε αφιερώνει το πρώτο της έργο στις εγγονές της, τη Λένα και την Αργίνη Ζάννα, που είναι κορίτσια και το ύφος του βιβλίου είναι κατάλληλο για εκείνες. Στο δεύτερο βιβλίο της, τον Μάγκα, η αφιέρωση είναι στους εγγονούς της Απόστολο Παπαδόπουλο και Παύλο Ζάννα, που είναι αγόρια, μικρά ακόμη, αλλά πρέπει να εισαχθούν στο πνεύμα του αγώνα για την ελευθερία, μια πατροπαράδοτη αξία για τον Έλληνα. Το τρίτο της βιβλίο η Πηνελόπη Δέλτα το αφιερώνει «Στη μνήμη του ιδανικού ήρωα Τέλου Αγαπηνού, Καπετάν Άγρα». Η επιλογή ενός από τους πρωταγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα αποτελεί οπωσδήποτε ένδειξη τιμής προς όσους έχασαν τη ζωή τους, παλεύοντας να εκδιώξουν ή να καταφέρουν ουσιαστικά πλήγματα στους Βούλγαρους. Ουσιαστικά όμως το βιβλίο αφιερωνόταν στη μνήμη του Ίωνα Δραγούμη. Είχαν ήδη περάσει δεκαεπτά χρόνια από τη δολοφονία του, αλλά έπρεπε να διατηρήσει τη «σιωπή» γύρω από τη σχέση τους. Ο ίδιος ο Ίων εξάλλου διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο μέσα στο συγκεκριμένο έργο της. ↩︎
- Γιάννης Παπακώστας, Ο Φώτης Φωτιάδης και το «Αδερφάτο της Εθνικής Γλώσσας»· η αλληλογραφία. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1985, σσ. 74-76. ↩︎
- Μίτση Σκ. Πικραμένου, Ανασύνθεση του «Ἀναγνωσματαρίου» της Πηνελόπης Δέλτα (1914-1916), Μελέτη. Αυτοέκδοση αντί χειρογράφου, Αθήνα 2024, 432 σελ., στο Academia.edu. ↩︎
- Ίων Δραγούμης, Τὸ Μονοπάτι 1902. Επιμέλεια: Φίλιππος Στ. Δραγούμης. Αθήνα, 1925. Αναφέρομαι στις πρώτες σελίδες, όπου περιγράφονται αστείες σκηνές με τούμπες του ιδίου σε σημεία όπου υπάρχει συγκεντρωμένο νερό. ↩︎
- Οι ομοιότητες με τα οικεία της πρόσωπα είναι πολλές και κάποτε αποτελούν συνδυασμό δύο ατόμων. Η Μαρίνα Βασιωτάκη, η μητέρα, είχε την εμφάνιση της Βιργινίας Μπενάκη και τη νοικοκυροσύνη της, και οι δυο κατάγονταν από τη Χίο. Στον χαρακτήρα έμοιαζε στην Αργίνη Καλαμποκίδου, τη θεία της, η οποία έδειχνε στα παιδιά της πολλή στοργή, τρυφερότητα, κατανόηση και ήταν πάντοτε χαρούμενη. Ήταν η μητέρα που θα ήθελε να είχε και δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να την περιγράψει. Ο Μήτσος ήταν ο μεγάλος γιος της οικογένειας, που εργαζόταν κοντά στον πατέρα του, είχε μουστάκι, ήταν όμορφο παλικάρι, με επιτυχίες στον γυναικείο πληθυσμό, αλλά και πολλές ομοιότητες με τον Ίωνα. Ο Λουκάς ήταν ο καλός φίλος του μικρού σκυλιού και τον δημιούργησε με πρότυπο τον αδελφό της Αντώνη. Το όνομά του προερχόταν από τον θείο της Λουκά, που ο ξαφνικός και άδικος θάνατός του το 1896 της είχε κοστίσει. Σε αντίθεση με τον Τρελαντώνη, ο σκάνταλος νεαρός είχε μεγαλώσει, είχε ωριμάσει, ήταν υπεύθυνος, δεν έλεγε ποτέ ψέματα και δεχόταν την τιμωρία, όταν αυτή ήταν επιβεβλημένη, όπως είχε ήδη τονίσει στο ηθικοπλαστικό αφήγημά της «Το τίμιο παληκαράκι». Τα τρία κορίτσια, που περιγράφονται στον Μάγκα, αποτελούσαν όψεις δικές της στα παιδικά της χρόνια: η Εύη φρόντιζε πάντοτε τα μικρότερα αδέλφια της, όπως ήταν υποχρεωμένη να κάνει και εκείνη το 1889 με τη μικρή Αργίνη. Οι δίδυμες ήταν δυο φυσιολογικά κοριτσάκια που έπαιζαν, γελούσαν, ζούσαν σε μια τρυφερή οικογενειακή ατμόσφαιρα, που εκείνη ποτέ δεν γνώρισε, παρόλο που το λαχταρούσε, ήταν οι δύο διαφορετικοί εαυτοί της Πηνελόπης Δέλτα. Ο Σωτήρης ήταν ο υπηρέτης της οικογένειας στην Κηφισιά και αυτό το όνομα έφερε ο υπηρέτης του πατέρα της στην Αθήνα. Τα παιδιά της οικογένειας Βασιωτάκη ήταν πολύ αγαπημένα μεταξύ τους και συσφίγγονταν σαν γροθιά απέναντι σε όσους δεν χώνευαν, όπως και τα παιδιά των Μπενάκη. Οι συναναστροφές της οικογένειας Βασιωτάκη με άλλες οικογένειες έξω από τον κύκλο τους ήταν ανύπαρκτες ή δεν δηλώνονταν, όπως εκείνες των Μπενάκη. Η μοναδική οικογένεια την οποία έβλεπαν τα μέλη της οικογένειας Βασιωτάκη ήταν εκείνη των Αμπρουζή, του εξαδέλφου Βρασίδα, που ήταν χοντρούλης και λαίμαργος. Κάποια στιγμή ο νεαρός αυτός έφαγε χουρμάδες, σχεδόν ένα ζεμπίλι, και αρρώστησε. Το ίδιο είχε κάνει και ο αδελφός της Αντώνης στις διακοπές τους στη Χίο, όταν είχε φάει σχεδόν δυο οκάδες σύκα χωρίς να αρρωστήσει. Εισέπραξε μόνο μια γερή κατσάδα. ↩︎
- Σπύρος Καράβας, «Το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα και τα μυστικά του Μακεδονικού Αγώνα», στο συλλογικό με επιμελητή τον Αλ. Π. Ζάννα, Π. Σ. Δέλτα, Σύγχρονες προσεγγίσεις στο έργο της. Εστία, Αθήνα 2006, σσ. 193-276. ↩︎