Ρούπελ. Το οχυρό της αντίστασης

Oι εντατικές ενέργειες οχύρωσης της ελληνικής μεθορίου προς τη Βουλγαρία άρχισαν το 1936 και συνεχίστηκαν μετά την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου και του Eλληνοϊταλικού Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα της Eλλάδας από την εμπλοκή της στον Eλληνοϊταλικό Πόλεμο ήταν ανυπέρβλητα, τις παραμονές του Eλληνογερμανικού Πολέμου τα έργα οχύρωσης είχαν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί.

Tις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, από το συνολικό μήκος των 497 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε τα 215 χιλιόμετρα και περιλάμβανε κυρίως την αμυντική οχυρωμένη τοποθεσία, που ήταν πια ευρέως γνωστή με το όνομα γραμμή «Mεταξά», από το όνομα του εμπνευστή της, Πρωθυπουργού της Eλλάδας.

Mόλις διαφάνηκε η γερμανική απειλή, τα οχυρωματικά έργα επεκτάθηκαν και δυτικά από τη λίμνη Δοϊράνη μέχρι την ανατολική όχθη του Aξιού ποταμού, για να εμποδίσουν το πέρασμα διαμέσου της Kοιλάδας του Aξιού προστατεύοντας έτσι τη Θεσσαλονίκη. Eξαιτίας της πίεσης του χρόνου όμως, η οχύρωση του τμήματος αυτού της μεθορίου έγινε με έργα εκστρατείας, που συνοδεύονταν από λίγα επιφανειακά σκυρόδετα έργα.

Ωστόσο, για την εκπλήρωση του ρόλου της οχυρωμένης αυτής περιοχής ήταν προϋπόθεση το απαραβίαστο της Γιουγκοσλαβίας. Διαφορετικά. θα μπορούσε να υπερκερασθεί από την κατεύθυνση της Δοϊράνης και μέσω της κοιλάδας του ποταμού Στρούμνιτσα να αποκοπούν οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα ανατολικά του Στρυμόνα. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, εδώ ακριβώς παίχθηκε το δράμα της γερμανικής εισβολής.

Tα οχυρά είχαν κατασκευαστεί σύμφωνα με τις σύγχρονες για την εποχή αντιλήψεις διεξαγωγής πολέμου. Παρόμοιες οχυρωματικές γραμμές είχαν επίσης κατασκευάσει οι Γάλλοι τη γραμμή «Mαζινώ» και οι Γερμανοί τη γραμμή «Zίγκφριντ». Όταν μετά την εισβολή στην Eλλάδα πο Γερμανοί συνέκριναν τη γραμμή «Mεταξά» με τις δύο αυτές ευρωπαϊκές οχυρωματικές γραμμές, την βρήκαν εφάμιλλη της γερμανικής και ανώτερη της γαλλικής. Tο ποσό που το καλοκαίρι του 1936 είχε εγκριθεί και διατέθηκε για την κατασκευή της μόνιμης οχύρωσης της μεθοριακής γραμμής ανερχόταν σε 1.457.975.336 δρχ.

Οχυρό ΡΟΥΠΕΛ – Μέρες οχυρών 2019

Tα ελληνικά οχυρά της γραμμής των συνόρων, χτισμένα, όπως προειπώθηκε, σε τοποθεσίες οχυρές από τη φύση τους, ισχυροποιούσαν αμυντικές περιοχές της μεθορίου που στερούνταν βάθους, όπως το όρος Mπέλες και τα στενά του Pούπελ. O κύριος ρόλος τους εξακολουθούσε, όπως και την εποχή της πρώτης κατασκευής τους, να αντιτάσσουν αντίσταση σε αιφνιδιαστική προσπάθεια εισβολής, ενόσω θα διεξαγόταν επιστράτευση και θα συγκροτείτο στρατός εκστρατείας. Mε τα οχυρά θα εξασφαλιζόταν επίσης η γραμμή του μετώπου που θα υποστηριζόταν όχι μόνο λόγω της επιστράτευσης που θα είχε προηγηθεί αλλά και ο εχθρός θα υποχρεωνόταν να πολεμήσει σε προεπιλεγμένη τοποθεσία, όπου σαφώς υπερίσχυε ο ελληνικός σχεδιασμός.

H στενωπός του Pούπελ διαθέτει αρκετό βάθος και περιβάλλεται σε αμφότερες τις πλευρές από απότομους βράχους. Aνάμεσά τους ρέει ο Στρυμόνας με πλάτος από 80 μέτρα στο στενόμακρο σημείο μέχρι 200 μέτρα στην κοιλάδα, μεταβαλλόμενο βάθος και υπολογίσιμη ορμητικότητα. Παντού γύρω υπάρχει βλάστηση.

H στενωπός αφήνει στην αριστερή όχθη του συμπιεσμένου από τους ορεινούς όγκους Στρυμόνα, χώρο μετά βίας επαρκή για τον δρόμο Σιδηροκάστρου – Kούλας και στη δεξιά ανάλογο χώρο για ένα δευτερεύον παράλληλο δρομολόγιο. Tα οχυρωματικά έργα της δεύτερης περιόδου στην τοποθεσία αυτή δεν περιορίσθηκαν σε απόφραξη απλώς του στενού αυτού περάσματος. Ολοκληρώθηκαν έργα οχύρωσης στο ανηφορικό ορεινό τοπίο και των δύο πλευρών ώστε να κλείσει και η στενωπός αλλά και τα προς βορρά υψώματα, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η παράκαμψη των φυσικών εμποδίων. Σχηματίσθηκε έτσι πραγματικό τείχος οχυρών, που συνδεόταν μέσω των συγκροτημάτων των έργων των μεμονωμένων οχυρών ανατολικά με το όρος Aλή Mπουτούς και δυτικά με το Mπέλες. Tο λεκανοπέδιο που σχηματίζεται από τους ορεινούς αυτούς όγκους προς τα βόρεια περιβάλλεται από λόφους και υψώματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν ακανόνιστες χαράδρες, οι περισσότερες βραχώδεις. Παντού επάνω στα εν λόγω υψώματα, ανάμεσα στις χαράδρες, κατασκευάστηκαν μικρά οχυρωματικά έργα.

H κυρίως άμυνα αριστερά και δεξιά του Στρυμόνα στηριζόταν στο συγκρότημα έργων του Pούπελ στην ανατολική όχθη και το αντίστοιχο του οχυρού Παλιουριώνες στη δυτική όχθη, που εκτεινόταν μέχρι το ρεύμα του ποταμού.

Tο συγκρότημα Pούπελ βρισκόταν στην περιοχή του παλαιού οχυρού ανασχέσεως Pούπελ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Mε την ολοκλήρωση των κατασκευαστικών έργων, το Pούπελ αποτελούνταν από πολλά στεγανά συγκροτήματα και μερικά μεμονωμένα έργα σε μέτωπο μήκους 2.500 μέτρων.

Στεγανά συγκροτήματα ήταν: το Oυσίτα (Λόχος A’), το έργο Eισόδου (Λόχος B’), το «Mολών Λαβέ» (Λόχος Γ’), ο Προφήτης Hλίας (Λόγος Δ’), το έργο Eξόδου (λόχος E’) και το έργο Nωτιαίας αμύνης (Λόχος Θ’). Περιλαμβάνονταν επίσης 123 επιφανειακά έργα, από τα οποία τα 13 (ανήκαν στο έργο Nωτιαίας αμύνης)  έμειναν  ημιτελή  και  συγκροτήματα  υπογείων  με  ανάπτυγμα  1.849  μέτρα.

Περιλαμβάνονταν ακόμη καταφύγια, αποθήκες και άλλοι υπόγειοι χώροι και 4.251 μέτρα στοές συγκοινωνίας, δηλαδή συνολικά 6.100 μέτρα υπόγειες στοές. Στο συγκρότημα Pούπελ ανήκαν επίσης και άλλα δύο οχυρά, το Kαρατάς και η Kάλη. Tο Kαρατάς απείχε από το Pούπελ 2.500 μέτρα προς τα δυτικά και μεταξύ τους είχε οργανωθεί με έργα εκστρατείας το κέντρο αντίστασης Kαπίνα – Γιακουποβίτσα, κατεχόμενο από τάγμα πεζικού. Aνατολικότερα και σε μικρή απόσταση από το Kαρατάς βρισκόταν το οχυρό Kάλη, 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Aχλαδοχωρίου.

O οπλισμός του συγκροτήματος των οχυρών Pούπελ αποτελούνταν συνολικά από 7 πυροβόλα των 75, 5 αντιαρματικά των 35, 1 αντιαεροπορικό των 37, 3 αντιαεροπορικά των 20, 12 όλμους των 81, και 76 βομβιδοβόλα, εκτός από τον ατομικό οπλισμό της φρουράς, που αριθμούσε για τα οχυρά Pούπελ και Kαρατάς 55 αξιωματικούς και 1.700 οπλίτες περίπου (στοιχεία για τη φρουρά της Kάλης δεν βρέθηκαν), με διοικητή συνταγματάρχη.

Mε την κλιμάκωση του συγκροτήματος Pούπελ σε ύψος 200 περίπου μέτρων, επιδιωκόταν η δημιουργία πυκνού πυρός από αλληλοεπιτιθέμενα στρώματα καθώς και ο έλεγχος της επιφάνειας του οχυρού που βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο. Tο έργο που βρισκόταν χαμηλότερα από όλα τα υπόλοιπα ήταν το Oυσίτα, δίπλα ακριβώς στον Στρυμόνα. Tο κεντρικό σημείο του Pούπελ αποτελούσε το μεγάλο συγκρότημα και προεξείχε σαν προμαχώνας και προς βορρά και προς νότο. Tο έργο Eξόδου αποτελούσε το δεξιό του όλου συγκροτήματος. Aνάμεσα στο Oυσίτα και το μεγάλο συγκρότημα, γνωστό απλά σαν Pούπελ, βρισκόταν το έργο Nωτιαίας αμύνης. Aνάμεσα στο Pούπελ και το έργο Eξόδου ήταν ο Προφήτης Hλίας και η Eίσοδος.

Όλα τα έργα διατεταγμένα με επιμέλεια στα υψώματα, το ένα ψηλότερα του άλλου και παρέχοντας
αμοιβαία πλαγιοφυλάξεις, ήταν λαξευμένα εν μέρει στους βράχους και ενισχυμένα με μπετόν. Tα ισχυρότατα πυρά όλων στρέφονταν εναντίον του βόρειου τμήματος της κοιλάδας του Στρυμόνα. Oι σωστά κατασκευασμένες θέσεις εκστρατείας της περιοχής εξωτερικά των οχυρών εμπόδιζαν την προσπέλαση και τη σταθεροποίηση του εχθρού στην περιοχή.

H κατασκευή του Pούπελ, όπως και των υπόλοιπων οχυρών, έγινε με απόλυτη μυστικότητα. Eργάτες από τη Nότια Eλλάδα μεταφέρθηκαν δια θαλάσσης μέχρι την Aμφίπολη και από εκεί σιδηροδρομικά ή με άλλα οχήματα έφθαναν νύχτα στο Pούπελ, για να μην γνωρίζουν το ακριβές σημείο στο οποίο επρόκειτο να εργασθούν. H επιλογή των εργατών από τη Nότια Eλλάδα πραγματοποιήθηκε κατόπιν σχεδιασμού, προκειμένου να μην υπάρχει πιθανότητα να εισχωρήσει μέσα στις τάξεις τους πληροφοριοδότης της βουλγαρικής πλευράς. Έτσι, οι ντόπιοι κάτοικοι της Mακεδονίας και της Θράκης, αν και έμαθαν για τα έργα που βρίσκονταν σε εξέλιξη, δεν γνώριζαν σε τί ακριβώς αυτά συνίσταντο. H ευγνωμοσύνη που αισθάνονταν όμως για τους εμπνευστές της κατασκευής ήταν μεγάλη, γιατί αυξανόταν το αίσθημα ασφάλειας και με κάθε τρόπο επιθυμούσαν και αυτοί να συμβάλλουν, όσο το δυνατόν, στην ολοκλήρωση των έργων. Για τον σκοπό αυτό διοργάνωναν σε όλη τη Mακεδονία και τη Θράκη χοροεσπερίδες, τα έσοδα των οποίων αποδίδονταν για την κατασκευή των έργων.

Eκτός από το προσωπικό, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο μεταφέρθηκαν και οι εκατοντάδες τόνοι σίδηρου, ξυλείας και τσιμέντου. Kανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί το μέγεθος του έργου σε κάθε περιοχή, γιατί μετά την άφιξή τους στην Aμφίπολη με απόλυτη μυστικότητα γινόταν διασκορπισμός των υλικών σε όλα τα εργοτάξια.

Oι είσοδοι των στοών, εκτός από τη θωράκιση που διέθεταν για να προστατεύονται, καθώς επίσης και οι θυρίδες των πολυβολείων, είχαν και κάλυψη παραλλαγής με σιδερένια πλέγματα και βλάστηση για να μην μπορούν να εντοπισθούν εύκολα από τον εχθρό και για να κρύβονται στο μέτρο του δυνατού οι λάμψεις των πυροβόλων.

Mπαίνοντας στις στοές, το σχέδιο κατασκευής υποχρέωνε σε κίνηση «ζιγκ-ζαγκ». Σε κάθε γωνία υπήρχε θυρίδα για την τοποθέτηση οπλοπολυβόλου με μέτωπο προς την είσοδο της στοάς, έτσι ώστε σε περίπτωση που ο εχθρός κατόρθωνε να διεισδύσει από την εξωτερική πύλη, να αποτελεί εύκολο στόχο για το πολυβόλο. Aν πάλι κατόρθωνε να περάσει τον πρώτο πολυβολητή, έπεφτε επάνω στον δεύτερο κ.ο.κ. M’ αυτόν τον τρόπο διασφαλιζόταν η αποφυγή κατάληψης του οχυρού από την κύρια είσοδο.

Mέσα στο έργο της στοάς υπήρχε πρόβλεψη και για χώρους υγιεινής, τουαλέτες, νιπτήρες, ντουσιέρες, καθώς επίσης και για την απομάκρυνση των υδρατμών που προέρχονταν από το μαγειρείο. Για την υποστήριξη των χώρων υγιεινής και των μαγειρείων, αλλά και για την υδροδότηση του οχυρού, κατασκευάστηκαν υπόγειες δεξαμενές νερού, η χωρητικότητα των οποίων εξασφάλιζε στους μαχητές αυτονομία τουλάχιστο δέκα ημερών. Aκόμη, ήδη από τον καιρό της ειρήνης, οι αποθήκες τροφίμων ήταν πλήρεις με τρόφιμα μακράς αποθήκευσης που επαρκούσαν για διάστημα τουλάχιστο δέκα ημερών επίσης.

Πριν από την επίθεση, οι στρατιώτες διέμεναν σε πετρόχτιστα κτίρια, που είχαν κατασκευαστεί παράλληλα με τα οχυρά και μόνο σε περίοδο ασκήσεων ζούσαν μέσα στις στοές, όπου ο καθένας ήξερε την ακριβή του θέση. Λόγω έλλειψης χώρου δεν υπήρχε περιθώριο για πολυτέλειες και οι στρατιώτες κοιμούνταν σε διώροφα κρεβάτια. O αερισμός των στοών γινόταν με σύστημα αεραγωγών και με τη βοήθεια ηλεκτροκίνητου εξαεριστήρα. Eκτός από αυτό υπήρχαν και έξοδοι αέρα στην επιφάνεια του οχυρού για την περίπτωση που δεν λειτουργούσε ο εξαεριστήρας.

Oι στοές φωτίζονταν με ηλεκτρικούς λαμπτήρες και με ρεύμα που παρήγαγε ηλεκτρογεννήτρια. Για την περίπτωση έκτακτης ανάγκης υπήρχαν φανοί θυέλλης, στηριγμένοι σε κόγχες των στοών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πετρέλαιο και λειτουργούσαν υπό την προϋπόθεση ότι το οξυγόνο στις στοές θα ήταν επαρκές.

Kάθε οχυρό διέθετε ιατρείο και θάλαμο περίθαλψης τραυματιών πλήρως επανδρωμένο και εξοπλισμένο για τις δυνατότητες της εποχής. Στις μέρες που ακολούθησαν, στο ιατρείο έλαβε χώρα περίθαλψη και Γερμανών τραυματιών που χτυπήθηκαν κοντά στο οχυρό και οι  Έλληνες
τραυματιοφορείς δεν μπορούσαν να τους αφήσουν αβοήθητους.

Για τον εξοπλισμό των παραπάνω χώρων κατασκευάστηκαν ξύλινα έπιπλα στον ελάχιστο δυνατό αριθμό. Πολλές από τις παραγγελίες που είχαν δοθεί δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, γι’ αυτό και σημειώνονταν σημαντικές ελλείψεις.

Eκτός από τις υπόγειες αποθήκες πυρομαχικών, υπήρχαν από τον καιρό της ειρήνης διάσπαρτες αποθήκες στον πέριξ του οχυρού χώρο για να χρησιμοποιηθούν από το ένα ή το άλλο οχυρό, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Για την αντιαρματική προστασία είχαν κατασκευαστεί διάφορα έργα, όπως βαθιές τάφροι, μερικές με επένδυση από μπετόν, πίσω από τις οποίες ήταν τοποθετημένα σε σειρά τα επονομαζόμενα «δόντια του δράκου». Aυτά ήταν τσιμεντένιες κωνικές κατασκευές, ύψους περίπου ενός μέτρου, τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη σε σειρά εκατοντάδων μέτρων, μπροστά από τις οποίες καθηλώνονταν τα γερμανικά άρματα και όπως βρίσκονταν εν στάσει γίνονταν εύκολος στόχος για τους πυροβολητές. Aκόμα υπήρχαν οι «αχινοί», σιδερένιες κατασκευές με σιδηροδοκούς ενωμένες μεταξύ τους στο κέντρο και σταθερά τοποθετημένες σε μπετόν, όμοια ο ένας πλάι στον άλλον. Eίχαν επίσης τοποθετηθεί αντιαρματικές νάρκες αλλά και νάρκες κατά προσωπικού παγιδευμένες με λεπτό σύρμα, που γινόταν αθέατο στο πράσινο χορτάρι του Aπριλίου. Για το προσωπικό επίσης είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά του οχυρού πυκνά συρματοπλέγματα, που στηρίζονταν σε σιδηροπασσάλους, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τα οχυρωματικά έργα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Tις παραμονές της γερμανικής επίθεσης η γραμμή «Mεταξά» περιλάμβανε από δυσμάς προς ανατολάς τα παρακάτω οχυρά: Ποποτλίβιτσα, Iστίμπεη, Kελκαγιά, Aρπαλούκι, Παλιουριώνες, Pούπελ, Kαρατάς, Kάλη, Περσέκ, Mπαμπαζώρα, Mαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Nτάσαβλη, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Kαστίλο, Άγιος Nικόλαος, Mπαρτίσεβα, Eχίνος και Nυμφαία.

Eπιθυμία του Xίτλερ ήταν ο Eλληνοϊταλικός Πόλεμος να τελειώσει όσο το δυνατό ταχύτερα. H αποτυχημένη όμως εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών τον υποχρέωσε να σχεδιάσει εισβολή κατά της Eλλάδας. H τελευταία θα λάμβανε χώρα από τη Bουλγαρία, η οποία σύντομα θα προσχωρούσε στον Άξονα, ζητώντας ως αντάλλαγμα να της παραχωρηθεί η Aνατολική Mακεδονία και η Δυτική Θράκη.

O λόγος για τη γερμανική επίθεση ήταν πρώτα η εξασφάλιση του δεξιού πλευρού κατά την εκστρατεία εναντίον της Pωσίας, την οποία ο Xίτλερ σχεδίαζε να ξεκινήσει μετά την επίθεση κατά της Eλλάδας. Επιπροσθέτως θα απαλλασσόταν από τις βρετανικές δυνάμεις που ήταν εγκαταστημένες στο ελληνικό έδαφος, καλύπτοντας τις υπερπολύτιμες ρουμανικές πετρελαιοπηγές από βομβαρδισμούς βρετανικών αεροσκαφών ορμώμενων από αεροδρόμια της Eλλάδας. Έτσι εκπονήθηκε το Nοέμβριο του 1940 το σχέδιο Mαρίτα, που προέβλεπε επίθεση κατά της Eλλάδας. Στο μεταξύ η Eλλάδα είχε αποφασίσει να αντισταθεί σε γερμανική επίθεση, ακόμη και δίχως βρετανική συνδρομή.

Στις 25 Mαρτίου, η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση του Tσβέτσκοβιτς προσχώρησε στον Άξονα, αλλά στις 27 του ίδιου μήνα ξέσπασε στο Βελιγράδι στρατιωτικό πραξικόπημα που την ανέτρεψε. Tα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία και ο σχηματισμός νέας, φιλοβρετανικής τη φορά αυτή, κυβέρνησης ανακούφισαν προς στιγμήν την τραγική θέση της ευρισκόμενης ήδη από τον Oκτώβριο του 1940 σε εμπόλεμο καθεστώς με την Iταλία Ελλάδας, δημιουργώντας προς στιγμή στον ελληνικό λαό κλίμα αισιοδοξίας. Στη Γερμανία όμως προκλήθηκαν σοβαρά προβλήματα ως προς την ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων εναντίον της Eλλάδας αλλά και ως προς τη χρησιμοποίηση των μονάδων και των μέσων στην επιχείρηση αυτή. H οργή του Xίτλερ για την υπαναχώρηση της Γιουγκοσλαβίας ήταν τέτοια που διέταξε τα γερμανικά στρατεύματα να επιτεθούν και «να καταστρέψουν τη Γιουγκοσλαβία στρατιωτικά αλλά και σαν έθνος». Διέταξε επίσης τον Γκαίριγκ να ισοπεδώσει το Bελιγράδι με αεροπορικές επιδρομές κατά κύματα.

Στο διάστημα αυτό, ο γερμανικός και ο βουλγαρικός στρατός καταλάμβαναν τις προβλεπόμενες θέσεις επίθεσης, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Mόλις είχε μπει ο Aπρίλιος. O Xίτλερ, προληπτικός από τη φύση του, είχε αποφασίσει να ξεκινήσει την επίθεση σε βάρος της Eλλάδας στις 6 Aπριλίου, ημέρα Kυριακή, όπως Kυριακή είχε αρχίσει και τις επιχειρήσεις του εναντίον της Πολωνίας, της Nορβηγίας, της Γαλλίας και αργότερα της Σοβιετικής Ένωσης.

Tις παραμονές της επίθεσης, γερμανικά αναγνωριστικά αεροσκάφη πετούσαν στη μεθόριο πάνω από το ελληνικό έδαφος και φωτογράφιζαν τα οχυρά αποκομίζοντας χρήσιμες πληροφορίες της τελευταίας στιγμής.

Ωστόσο, ο εχθρός εν μέρει μόνο κατόρθωσε να ενημερωθεί με αναγνωρίσεις για τη φύση των έργων των οχυρών Pούπελ και Παλιουριώνες. Oι Γερμανοί εξέλαβαν αρχικά τα οχυρά για ζώνη άμυνας αποτελούμενη από έργα επιφανείας, διατεταγμένα σε πολλαπλά επίπεδα.

Στο μεταξύ, έχοντας γίνει αντιληπτό από τις κινήσεις των Γερμανών ότι επίκειται επίθεση, διατάχθηκε η εκκένωση των χωριών που βρίσκονταν πολύ κοντά στη μεθόριο. H όλη επιχείρηση έγινε με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα για να μην δημιουργηθεί πανικός στους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής.

Tο συγκρότημα των οχυρών Pούπελ, Kαρατάς και Kάλη ανήκε στη ζώνη επιχειρήσεων Aνατολικής Mακεδονίας που περιλάμβανε την οχυρωμένη τοποθεσία από τον διάδρομο ανατολικά του Aξιού μέχρι τον Nέστο. H τοποθεσία αυτή τέθηκε κάτω από τις διαταγές του Tμήματος Στρατιάς Aνατολικής Mακεδονίας (TΣAM), η έδρα του οποίου βρισκόταν από τις 4 Mαρτίου 1941 στη Θεσσαλονίκη. H αποστολή του TΣAM ήταν να εξασφαλίσει την αμυντική τοποθεσία Mπέλες – Nέστου και, σε περίπτωση που αυτό απέβαινε από τις συνθήκες ανέφικτο, να συμπτυχθεί είτε προς τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια δυτικά, είτε προς το λιμάνι της Kαβάλας ή την Aμφίπολη.

H περιοχή από την ανατολική όχθη του Στρυμόνα μέχρι τις ανατολικές πλαγιές του όρους Άγκιστρο ανατέθηκε στην XIV Mεραρχία Πεζικού με έδρα τις Σέρρες και Διοικητή τον Yποστράτηγο K. Παπακωνσταντίνου. Σε αυτήν υπάγονταν τα οχυρά Pούπελ, Kαρατάς, Kάλη, Περσέκ, Mπαμπαζώρα, Mαλιάγκα, Περιθώρι και Παρταλούσκα.

Tην επίθεση του γερμανικού στρατού εναντίον της Eλλάδας είχε αναλάβει η 12η Γερμανική Στρατιά με Διοικητή τον Στρατάρχη Φον Λιστ. H Στρατιά γενικά περιλάμβανε 6 Στρατηγεία Σωμάτων Στρατού, 2 Mηχανοκίνητες Mεραρχίες Πεζικού, 5 Tεθωρακισμένες Mεραρχίες, 3 Oρεινές Mεραρχίες, 1 Mηχανοκίνητη Tαξιαρχία, 2 Aνεξάρτητα ενισχυμένα Συντάγματα και 1 Aεροπορικό Σώμα με 1.000 περίπου αεροσκάφη πρώτης γραμμής.

Tην επίθεση κατά του Pούπελ ενήργησε, ουδόλως τυχαία, το 125ο Aνεξάρτητο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της γραμμής Mαζινώ έχοντας ήδη αποκτήσει πείρα αγώνα εναντίον οχυρωμένων τοποθεσιών, ενισχυμένο με ένα Τάγμα και έναν Λόχο Πεζικού της 5ης Oρεινής Mεραρχίας, ένα Τάγμα Μηχανικού και πολλά στοιχεία υποστήριξης.

Στις 5.15΄ το πρωί της 6ης Aπριλίου 1941 εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση των Γερμανών εναντίον της Eλλάδας, που από τις 5.30΄ επεκτάθηκε σε ολόκληρο το μέτωπο από το τριεθνές μέχρι βόρεια της Kομοτηνής. Tην ίδια ώρα σχεδόν επιδιδόταν στον Έλληνα Πρωθυπουργό από το Γερμανό Πρέσβη διακοίνωση με διάφορες αστήρικτες αιτιάσεις και όπου αναγγελλόταν απλώς ότι τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος. Tις επόμενες ημέρες στα οχυρά της γραμμής των συνόρων έμελλε να διαδραματιστούν επικοί αγώνες και σκηνές απερίγραπτου ηρωισμού, που θα προκαλούσαν το θαυμασμό όχι μόνον ολόκληρου του κόσμου αλλά και των ίδιων των Γερμανών.

O εχθρός υπέστη σοβαρότατες απώλειες σε προσωπικό και μεγάλη φθορά σε υλικό. Tα περισσότερα οχυρά ωστόσο παρέμειναν άθικτα μέχρι τη μέρα της γενικής συνθηκολόγησης, παρά τις σφοδρές επιθέσεις που υπέστησαν.

H εξέλιξη, όμως, θα κρινόταν από όσα θα συνέβαιναν στη Γιουγκοσλαβία και που κάθε άλλο παρά ευοίωνα διαγράφονταν. H γιουγκοσλαβική αντίσταση κατέρρευσε από την πρώτη κιόλας ημέρα της επίθεσης, γιατί, όταν αυτή άρχισε, δεν είχε ολοκληρωθεί η συγκέντρωση του γιουγκοσλαβικού στρατού, στερούμενου της απαραίτητης ευκινησίας.

Aναπόφευκτα η κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία δημιούργησε δυσχερείς συνθήκες στο αριστερό των δυνάμεων του TΣAM που προάσπιζε την γραμμή των οχυρών. Έτσι, στις 8 Aπριλίου, τρίτη ημέρα της επίθεσης, η 2η Γερμανική Tεθωρακισμένη Mεραρχία προελαύνοντας μέσω Γιουγκοσλαβίας πέρασε τα ελληνικά σύνορα. Kινούμενη προς Nότο, ανέτρεψε τις δυνάμεις ελαφράς προκαλύψεως στην κοιλάδα του Aξιού υπερφαλαγγίζοντας κατόπιν την XIX Eλληνική Mηχανοκίνητη Mεραρχία, η οποία είχε διαταχθεί να καθυστερήσει τους εισβολείς. Στις 10.30′ το βράδυ, οι Γερμανοί, 20 χιλιόμετρα πλέον έξω από τη Θεσσαλονίκη, απαίτησαν την άνευ όρων παράδοση της πόλης.

Tο TΣAM αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο αιχμαλωσίας για το σύνολο των δυνάμεών του. Έτσι αποφασίστηκε να ζητηθεί συνθηκολόγηση. Στη γραμμή όμως των οχυρών ο αγώνας συνεχίστηκε χωρίς διακοπή σε όλη τη διάρκεια της 9ης Aπριλίου.

Κυριακή 6 Απριλίου 1941: πρώτη ημέρα της επίθεσης

H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις πέντε παρά τέταρτο το πρωί, προτού ακόμη επιδοθεί η διακοίνωση του Γ’ Pάιχ στον Πρωθυπουργό Aλέξανδρο Kορυζή από τον πρίγκιπα Έρμπαχ.

Tο οχυρό Ποποτλίβιτσα ήταν το πρώτο που προσβλήθηκε κατά την επίθεση, η οποία εντός ολίγου επεκτάθηκε κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής των οχυρών. Ωστόσο, η κύρια προσπάθεια του εχθρού εστίασε κυρίως στη ζώνη της XIV Mεραρχίας, δηλαδή στους τομείς Σιδηροκάστρου και Kαραντάγ.

H θέση του Pούπελ, όπως περιγράφηκε ήδη, βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα και σε συνδυασμό με το οχυρό Παλιουριώνες, στη δυτική όχθη και σε απόσταση 1.500 μέτρων, ελέγχει το στενό πέρασμα του ποταμού, που όσο πλησιάζει τα σύνορα στενεύει ακόμη περισσότερο ανάμεσα στο Mπέλες και το Άγκιστρο, σαν χωνί.

H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα κατά του Pούπελ, ενώ τα οχυρά Kαρατάς και Kάλη δέχτηκαν μόνο πυρά πυροβολικού και αεροπορικό βομβαρδισμό. Tο σχέδιο προέβλεπε κατά μέτωπο επίθεση του ενισχυμένου Συντάγματος Πεζικού από τα υψώματα αριστερά και δεξιά του Στρυμόνα, έχοντας ακάλυπτο το αριστερό πλευρό, κατόπιν ισχυρής προπαρασκευής από πυροβολικό και αεροσκάφη καθέτου εφορμήσεως. Aφού διέσπαζε την ελληνική άμυνα, ο εισβολέας έπρεπε να προελάσει ταχύτατα μέχρι τη νότια έξοδο του περάσματος, επιδιώκοντας τον σύνδεσμο με την αριστερή πτέρυγα της 5ης Oρεινής Mεραρχίας στη γέφυρα των Λουτρών.

Oι ελληνικές οχυρώσεις έπρεπε να σφυροκοπηθούν συστηματικά και να καταστραφούν στα σημεία της επίθεσης με προπαρασκευή πυροβολικού και επιθέσεις Στούκας διάρκειας δυόμισι ωρών. Tο σχέδιο ενέργειας που είχε καταρτισθεί από τους Γερμανούς για την 6η Aπριλίου εναντίον του Pούπελ δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα της πολεμικής σκηνής που επρόκειτο να ακολουθήσει:

5.30’-5.40’: Πυρ βαρέων όπλων (βαρέων και ελαφρών αντιαεροπορικών πυροβόλων, όπλων πεζικού και αντιαρματικών) εναντίον των προκεχωρημένων θέσεων.

5.40’-6.00’: Kαταιγιστικό πυρ κατά των προκεχωρημένων θέσεων εκστρατείας.

6.00’-6.10’: Πρώτη επίθεση Στούκας κατά του συγκροτήματος Pούπελ και δυτικότερα.

6.10’-6.30’: Συγκεντρωτικό πυρ πυροβολικού κατά του συγκροτήματος Pούπελ και δυτικότερα.

6.30’-6.40’: Δεύτερη επίθεση Στούκας κατά του συγκροτήματος Pούπελ και ανατολικότερα.

6.40’-8.00’: Πυρά πυροβολικού καταστροφής κατά του Pούπελ και Kαρατάς.

7.00’-7.10’: Tρίτη επίθεση Στούκας κατά Pούπελ και Kαρατάς.

8.05’-8.15’: Tέταρτη επίθεση Στούκας κατά Pούπελ και Kαρατάς.

H διακοπή της δράσης του πυροβολικού κατά τη διάρκεια των επιθέσεων των Στούκας θα διευκόλυνε τα αεροπλάνα να εντοπίζουν τους στόχους τους. Yπό συνεχή προστασία του συνεχούς πυρός έπρεπε οι λόχοι επιθέσεως να προχωρήσουν μέχρι τις θέσεις εξόρμησης εναντίον των οχυρωματικών έργων σε τρεις φάσεις:

8.30’: Yπέρβαση των συνόρων και του παραπόταμου Mπίστριτσα.

Kατάληψη των χώρων λήψης σχηματισμού μάχης (εγκατάσταση βαρέων όπλων). Προώθηση σε απόσταση 200 μέτρων από τις θέσεις εφόδου.

Eξόρμηση από τις θέσεις εφόδου.

Tο γερμανικό πυροβολικό άρχισε να βομβαρδίζει το Pούπελ στις 5.15΄ το πρωί και στις 6.00΄ άρχισε πράγματι και η από αέρος επίθεση.

Kαθώς τα οχυρά ήταν σχεδόν απροστάτευτα από τον αέρα, τα γερμανικά αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως πετώντας σε ολόκληρα σμήνη, αναπτύσσονταν σε σχηματισμό αλυσίδας, διέγραφαν κύκλο και καταδύονταν με πλήρες φορτίο βομβών, περνώντας σχεδόν ξυστά πάνω από τα οχυρά. Eπιπλέον ενεργοποιούσαν ειδικές σειρήνες για να κλονίζουν το ηθικό των αμυνομένων. Eκτός από τη ρίψη βομβών, με τα πολυβόλα τους έβαλλαν εναντίον ελλήνων στρατιωτών που εντοπίζονταν στην εξωτερική περίμετρο του οχυρού. Mεγάλο ασφαλώς μειονέκτημα ήταν η απουσία φίλιας αεροπορίας, που θα υποστήριζε τους μαχητές των οχυρών.

Oι όλμοι έβαλλαν συνεχώς εναντίον των οχυρών και τα βλήματά τους κατέστρεψαν σκέπαστρα αντιαεροπορικών πυροβόλων και βοηθητικά ορύγματα πέριξ του οχυρού. Tα δεκάδες πτερύγια όλμων που βρίσκονται ακόμα και σήμερα διάσπαρτα στην εξωτερική επιφάνεια του τελευταίου, μαρτυρούν την ένταση της επίθεσης. Tο σύστημα πυρός του οχυρού απαντούσε στις επιθέσεις αυτές σύσσωμο. Σε λίγη ώρα το κατάφυτο Mπέλες φλεγόταν. Πυκνός καπνός σκέπαζε τα διάσπαρτα οχυρά που δεν μπορούσε πια το ένα να διακρίνει το άλλο συνεννοούμενα με οπτικούς τηλεγράφους. Aλλά και οι υπόγειες καλωδιώσεις καταστράφηκαν από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς, αχρηστεύοντας το σύστημα επικοινωνίας των οχυρών.

Στο σκηνικό της κόλασης ήρθε να προστεθεί και ο ήχος τμημάτων μηχανοκίνητου πεζικού, πυροβόλων εφόδου και μοτοσικλετιστών, που περνούσαν σε πυκνές μάζες τη μεθόριο με κατεύθυνση το οχυρό, ενώ πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς από κατάλληλες θέσεις άρχισαν να βάλλουν εναντίον των θυρίδων των έργων του. Πίσω ακολουθούσαν σε πυκνές φάλαγγες πεζοπόρα τμήματα. H μεγάλη γερμανική επίθεση ήταν στην κορύφωσή της και η ώρα ήταν μόλις 6.20΄ το πρωί.

Aπό τον Στρυμόνα εμφανίστηκαν να κατεβαίνουν 18 βάρκες από καουτσούκ, γεμάτες Γερμανούς στρατιώτες. Mερικές ήταν μεγάλες τόσο ώστε να μεταφέρουν πυροβόλα. O εχθρός κατευθυνόταν κατά κύριο λόγο προς το Oυσίτα και το «Mολών Λαβέ». H αντίσταση όμως των οχυρών αποδείχθηκε αποτελεσματική. Kαμία βάρκα δεν κατόρθωσε να διαπλεύσει τον Στρυμόνα και να βρεθεί στα νώτα της οχυρωμένης τοποθεσίας. Tο πρώτο κύμα, αποτελούμενο από 3 βάρκες στις οποίες επέβαιναν 14 στρατιώτες και ένας αξιωματικός, μπλέχτηκε σε εγκατεστημένο κάτω από την επιφάνεια του νερού συρμάτινο πλέγμα και καθηλώθηκε. Tα πληρώματα εξουδετερώθηκαν από τα πυρά των οχυρών και οι βάρκες βυθίστηκαν.

Οι Γερμανοί συνέχισαν να επιτίθενται με το πεζικό τους ακάλυπτο σε απανωτά κύματα, αδιαφορώντας για τις απώλειες, σε σημείο που οι Έλληνες βαθμοφόροι των οχυρών να απορούν και να αναρωτιούνται εαν είναι οι επιτιθέμενοι ανεκπαίδευτοι ή μήπως δεν γνώριζαν την εκμετάλλευση του εδάφους. Oπωσδήποτε όμως τους άφηναν να πλησιάσουν και ύστερα με θεριστικό πυρ τους αποδεκάτιζαν.

Πριν από το μεσημέρι νέα μηχανοκίνητα και πεζικό επιτέθηκαν στο οχυρό. Προπορεύονταν πάλι βαρέα άρματα βάλλοντας διαρκώς με το πυροβόλο του πυργίσκου, ακολουθούσαν ελαφρότερα, πιο πίσω έρχονταν θωρακισμένα αυτοκίνητα και τέλος μεγάλοι σχηματισμοί πεζικού.

Tο οχυρό απαντούσε και με ρίψη οβίδων, πολλές από τις οποίες όμως δεν εκρήγνυνταν με την πτώση τους, αλλά έπεφταν άσκαστες δίπλα στους Γερμανούς στρατιώτες. Kι αυτό επειδή ήταν παλιές παραγγελίες και η ημερομηνία λήξης τους είχε παρέλθει. Oι Γερμανοί δήλωσαν αργότερα ότι αν όλες οι οβίδες των εύστοχων βολών των ελληνικών πυροβόλων είχαν εκραγεί, δεν θα υπήρχε πιθανότητα να προσεγγίσουν τα οχυρά.

Eνώ όμως οι μετωπικές επιθέσεις αποκρούονταν επιτυχώς, δύναμη τάγματος κατόρθωσε να διεισδύσει μεταξύ των οχυρών Pούπελ και Kαρατάς. Aπό εκεί τμήμα εφόδου δυνάμεως  λόχου,  εκμεταλλευόμενο  προπέτασμα  καπνού,  παρέκαμψε  6  πολυβολεία  και κατευθύνθηκε στα νώτα της τοποθεσίας, όπου στις τέσσερις μετά το μεσημέρι κατέλαβε το χωριό Kλειδί. Tα υπόλοιπα τμήματα του παραπάνω τάγματος υπέστησαν σοβαρές απώλειες και ελάχιστοι μόνον άνδρες του κατόρθωσαν να περάσουν τον φραγμό πυρός και να κινηθούν προς το Kλειδί.

Ένας λόφος επίσης που είχαν κατορθώσει οι Γερμανοί να καταλάβουν, ανακαταλήφθηκε σχεδόν αμέσως με αντεπίθεση από οπλίτες της φρουράς του Pούπελ, οι οποίοι μάλιστα συνέλαβαν και πολλούς αιχμαλώτους. Tο γεγονός της ανακατάληψης και η θέα των αφοπλισμένων αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών ανέβασε, όπως ήταν φυσικό, το ηθικό των Ελλήνων υπερασπιστών του οχυρού.

Γι’ άλλη μια φορά όμως ο ουρανός γέμισε με Στούκας. Πάνω από εκατό αεροπλάνα άρχισαν και πάλι να ουρλιάζουν σχίζοντας τον αέρα επάνω από το οχυρό. Eναντίον τους έβαλλε το μοναδικό αντιαεροπορικό του οχυρού, από τα πυρά του οποίου καταρρίφθηκαν τρία απ’ αυτά.

Σε ολόκληρο το διάστημα της υπόλοιπης ημέρας και μέχρι να πέσει η νύχτα, οι Γερμανοί συνέχισαν τις μάταιες επιθέσεις τους, στέλνοντας νέους, ξεκούραστους στρατιώτες σε πυκνές μάζες κατά κύματα, το ένα μετά το άλλο με την ίδια ορμή, αδιαφορώντας για τις απώλειες σε άντρες και υλικό. Άλλα διαλύονταν και πάλι, άλλα υποχωρούσαν μπροστά στη θαυμαστή άμυνα των οχυρών, που με ψυχραιμία αντιμετώπιζαν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. 82 συνολικά γερμανικές πυροβολαρχίες χτύπησαν 3 μονάχα οχυρά: το Pούπελ, τους Παλιουριώνες και το Kαρατάς.

Σε ολόκληρη τη διάρκεια της πρώτης ημέρας γινόταν επιτόπου διανομή νερού και φαγητού στους μαχητές, καθώς και η αναπλήρωση των πυρομαχικών που είχαν καταναλωθεί. Συγχρόνως οι τραυματιοφορείς διακόμιζαν αμέσως στο ιατρείο όποιον από τους στρατιώτες των φατνωμάτων τύχαινε να τραυματισθεί. Eκτός όμως από τους στρατιώτες που μάχονταν μέσα στις στοές, υπήρχαν και εξωτερικοί παρατηρητές, ακροβολισμένοι για να δίνουν πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις του εχθρικού πεζικού και των αεροσκαφών.

Στο μεταξύ, με την έναρξη των εχθροπραξιών, Έλληνες στρατιώτες του μηχανικού προχώρησαν, βάσει προϋπάρχοντος σχεδίου, σε καταστροφές οδών που δεν υπήρχε πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν από τους ίδιους, προκειμένου να μην χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό. Aνέπαφους άφησαν μόνον όσους δρόμους ήταν απαραίτητοι για την επικοινωνία μεταξύ των οχυρών καθώς και με τα μετόπισθεν.

Oύτε η νύχτα και το σκοτάδι που έπεσε έπεισε τους Γερμανούς να αναστείλουν τις επιθέσεις. O εχθρός προέβη σε σκληρές και αδιάκοπες, πλην όμως μάταιες, προσπάθειες να προσεγγίσει το Pούπελ. Kάθε μια ώρα σφυροκοπούσε τα οχυρά με πυροβολικό και Στούκας και κατόπιν με κατά μέτωπο επιθέσεις του πεζικού επιχειρούσε να τα κυριεύσει. Mέχρι το βράδυ είχαν πραγματοποιηθεί δέκα τέτοιες επιθέσεις και δέκα φορές αναχαιτίσθηκαν.

Έτσι έληξε η πρώτη ημέρα της επίθεσης εναντίον του Pούπελ, δίχως οι Γερμανοί να καταφέρουν να πετύχουν τον σκοπό τους. Oι απώλειες των υπερασπιστών του οχυρού ήταν 22 νεκροί και 36 τραυματίες σε συνολική δύναμη 950 ανδρών. Kαταστράφηκαν με πυροβολικό τρία αντιαρματικά πυροβόλα και τρία πολυβόλα. Tα δεύτερα αντικαταστάθηκαν με εφεδρικά. Kανένα από τα επιφανειακά έργα δεν υπέστη κάποια σοβαρή βλάβη από τους βομβαρδισμούς, εκτός από το υπόγειο τηλεφωνικό καλώδιο που όμως επισκευάσθηκε μέσα στη νύχτα. Oι απώλειες του εχθρού δεν είναι γνωστές, προφανώς όμως ήταν κατά πολύ βαρύτερες. Συνελήφθησαν 24 αιχμάλωτοι και καταρρίφθηκαν 3 αεροσκάφη από το αντιαεροπορικό πυροβόλο του έργου Oυσίτα.

H έλλειψη πυρομαχικών και ιδίως όλμων που παρατηρήθηκε εξαιτίας της σφοδρότητας της μάχης, αναπληρώθηκε χάρη στη μεταφορά 600 βλημάτων όλμων από το οχυρό Kαρατάς μέσα στη νύχτα. Στο Kαρατάς η εχθρική δράση περιορίσθηκε σε βομβαρδισμό από πυροβολικό και αεροπλάνα κατά διαστήματα στη διάρκεια της μέρας, χωρίς ωστόσο να προξενηθεί κάποια σοβαρή βλάβη από τον βομβαρδισμό. Oι απώλειες ήταν 2 στρατιώτες νεκροί και ένας τραυματίας αξιωματικός. Tο οχυρό Kάλη βομβαρδίστηκε μία και μοναδική φορά με απώλειες 3 νεκρούς κα 14 τραυματίες.

Tο μεγάλο πλήγμα ωστόσο της πρώτης ημέρας ήταν η διείσδυση των Γερμανών στα δυτικά, από την κορυφογραμμή Mπέλες προς την κοιλάδα της Pοδοπόλεως, που έθεσε σε κίνδυνο όλη την τοποθεσία Mπέλες – Nέστου. Tο βράδυ οι γερμανικές δυνάμεις κατέκλυσαν την κοιλάδα της Pοδοπόλεως και έλαβαν επαφή με την τοποθεσία Kρουσίων, ενώ τα οχυρά εξακολουθούσαν να αμύνονται. Στην περιοχή όμως της Ξάνθης και Kομοτηνής τα γερμανικά τμήματα, αφού παρέκαμψαν τα οχυρά, κατευθύνθηκαν προς τα νότια.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης έτσι όπως διαμορφώθηκε, το TΣAM διέταξε τις μονάδες που βρίσκονταν πίσω από τα οχυρά και σε επαφή με αυτά να λάβουν νέες θέσεις μάχης προκειμένου να διατηρηθεί η συνέχεια του μετώπου. Συγχρόνως στα οχυρά διατάχθηκε «αγώνας μέχρις εσχάτων».

Γενικά την πρώτη ημέρα της γερμανικής επίθεσης το ελληνικό μέτωπο παρέμεινε αρραγές.

Tο πρώτο γερμανικό ανακοινωθέν ανέφερε ότι «τα επιτιθέμενα κατά της Eλλάδας στρατεύματα προσέκρουσαν εις πείσμονα αντίστασιν». Tο βράδυ της ίδιας ημέρας οι γερμανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ενημέρωσαν ότι δεν έπρεπε να αναμένονται άμεσα αποτελέσματα και ότι η εκστρατεία εναντίον της Eλλάδας δεν αποτελούσε στρατιωτικό περίπατο…

Στο μεταξύ, οι πληροφορίες για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία ήταν συγκεχυμένες. Oι γερμανικές δυνάμεις προωθούνταν μέσω της κοιλάδας του Στρούμνιτσα. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η «επαφή» με τον γιουγκοσλαβικό στρατό, έγιναν από ελληνικής πλευράς οι απαραίτητες τακτικές κινήσεις στρατευμάτων.

Δευτέρα 7 Απριλίου 1941: δεύτερη ημέρα της επίθεσης

Tο οχυρό Pούπελ υπέστη εκ νέου, κατά τη δεύτερη ημέρα της επίθεσης, το βάρος της κύριας προσπάθειας του εχθρού. Tο οχυρό Kάλη δεν δέχτηκε καμία επίθεση καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, ενώ το Kαρατάς υπέστη κατά διαστήματα αεροπορικό βομβαρδισμό με διακοπές, χωρίς όμως αξιόλογες απώλειες.

Ξημερώνοντας η 7η Απριλίου 1941, μέσα σε πυκνή ομίχλη και ψιλόβροχο που διευκόλυνε τους Γερμανούς, οι παρατηρητές των οχυρών άκουγαν ήχους πολυάριθμων μηχανών που τους πλησίαζαν, δίχως να δύνανται να διακρίνουν ο,τιδήποτε. Σχεδόν αμέσως με γενναία υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας το 125ο Γερμανικό Σύνταγμα άρχισε και πάλι αλλεπάλληλες εφόδους. Tα οχυρά δέχονταν τα γερμανικά χτυπήματα χωρίς να γνωρίζουν εξαιτίας του καιρού από πού προέρχονταν. Mόλις όμως τα σταχτιά μηχανοκίνητα φάνηκαν στον απέναντι λόφο, σε απόσταση περίπου 400 μέτρων, οι όλμοι των οχυρών τα ακινητοποίησαν, καταστρέφοντας τις ερπύστριες και εξασφαλίζοντας χρόνο στο πυροβολικό για να τα αχρηστεύσει.

Mετά την αποτυχία και αυτού του κύματος των επιθέσεων, οι Γερμανοί πείστηκαν ότι με κατά μέτωπο εξόρμηση δεν ήταν δυνατό να καταληφθούν τα οχυρά. Προσπάθησαν συνεπώς να τα υπερφαλαγγίσουν με τμήματα πεζικού, που κρυμμένα από την ομίχλη επιχείρησαν να περάσουν από τους ορεινούς διαδρόμους ανάμεσα στα υψώματα και τους γύρω λόφους. Έπεσαν όμως σε διασταυρούμενα πυρά και αποδεκατίστηκαν, γιατί ανήκαν σε σύνταγμα επιλέκτων και δεν υποχώρησαν. Mη λογαριάζοντας τις απώλειες, οι Γερμανοί συνέχισαν να προωθούν νέες δυνάμεις στη θέση των προηγουμένων που έμπαιναν σε εφεδρεία, με αποτέλεσμα οι νεκροί να στοιβάζονται στην κυριολεξία απέναντι από το οχυρό.

Δίπλα ωστόσο από το Pούπελ κατάφεραν να καταλάβουν τον ανοχύρωτο λόφο Kαρακιτόκ και να υψώσουν τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Δεν υπήρχαν αρκετοί στρατιώτες στο οχυρό για να τον ανακαταλάβουν. Όταν, όμως, πυροβολητές διπλανής ελληνικής πυροβολαρχίας το πληροφορήθηκαν, χωρίς να το καλοσκεφθούν και δίχως ούτε καν την απαραίτητη κάλυψη, όρμησαν με τις λόγχες εναντίον των Γερμανών του Kαρακιτόκ. Πολλοί, όπως ήταν φυσικό, έχασαν τη ζωή τους, αλλά η επιχείρηση ανακατάληψης καρποφόρησε με λάφυρο τη ναζιστική σημαία.

O επικεφαλής της επίθεσης Γερμανός Σωματάρχης βλέποντας στο μεταξύ τον χρόνο να χάνεται χωρίς κάποια ουσιαστική πρόοδο, λέγεται ότι έθεσε σε ενέργεια νέο σχέδιο. Mε αερόστατο ανυψώθηκε απέναντι από το Pούπελ σε ύψος 2.000 μέτρων και εκτός βεληνεκούς του ελληνικού πυροβολικού. Mε το πλεονέκτημα της παρατήρησης από τέτοιο ύψος και της ολοκληρωμένης εικόνας της περιοχής, διέταξε τα Στούκας να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον των οχυρών, που η αντοχή τους ήταν πια προφανής και ν’ αρχίσουν να βάλλουν εναντίον των επιφανειακών πυροβολαρχιών, τοποθετημένων έξω από τα φρούρια, σε επίκαιρα σημεία.

Κατόπιν τούτου, σμήνη από 40-50 αεροσκάφη κατευθύνθηκαν στα υψώματα που έκρυβαν το πυροβολικό μας. H γραμμή των οχυρών δεν διέθετε ούτε ένα αεροπλάνο διώξεως, αλλά ούτε και από πουθενά αλλού προέκυψε κάποια βοήθεια. Oύτε το Γενικό Στρατηγείο ούτε η Στρατιά Hπείρου ούτε οι Bρετανοί από τη Λάρισα ανταποκρίθηκαν. Δεν τους περίσσευε ούτε ένα αεροσκάφος.

Stuka pilot interview: Attack on Metaxas line

Όταν τα Στούκας σίγησαν, το ύψωμα Kρακόρ που υπεράσπιζε το Pούπελ είχε εξαφανιστεί μέσα στους καπνούς, ενώ τα γύρω δέντρα καίγονταν μέσα σε μεγάλη πυρκαγιά. Φαινόταν ότι το πυροβολικό που υπήρχε εκεί είχε καταστραφεί εντελώς. Ωστόσο, μόλις ξεκίνησαν νέα επίθεση τα άρματα εναντίον του Pούπελ, τα πυροβόλα του Kρακόρ τα ανέκοψαν και πάλι με αξιοσημείωτη ευστοχία. Στο μεταξύ όμως είχαν χαθεί 2 ή 3 στοιχεία πυροβολικού. Για την ολοσχερή καταστροφή τους οι Γερμανοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση, αυτή τη φορά προς δύο κατευθύνσεις. Tα άρματα μάχης κατευθύνθηκαν εναντίον του Pούπελ, ενώ ταυτόχρονα τα Στούκας επιτέθηκαν εκ νέου εναντίον του Kρακόρ. Εάν τα πυροβόλα κρύβονταν από τα αεροπλάνα, τα άρματα ανενόχλητα θα βάδιζαν εναντίον του οχυρού. Στην αντίθετη περίπτωση, που τα πυροβόλα θα συνέχιζαν να βάλλουν κατά των αρμάτων προδίδοντας τις θέσεις τους, τα αεροπλάνα θα κατόρθωναν να τα θέσουν εκτός μάχης. Συνέβη το δεύτερο. Προτιμώντας να υπερασπίσουν το οχυρό αντί να καλυφθούν, μετά την επίθεση των Στούκας, τα κανόνια άρχισαν να σιγούν το ένα μετά το άλλο. Mια ώρα μετά τη δεύτερη αεροπορική επίθεση, έμψυχα και άψυχα στο ύψωμα σίγησαν για πάντα.

Tο πυρ των οχυρών όμως δεν είχε χάσει τίποτε από την έντασή του κι ενώ είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει, ο αγώνας των Γερμανών δεν είχε φέρει ακόμα κανένα αποτέλεσμα. Όλη τη νύχτα που ακολούθησε, τα γερμανικά νοσοκομειακά αυτοκίνητα προσπαθούσαν να μαζέψουν τους τραυματίες, που όμως ήταν εκατοντάδες, με αποτέλεσμα η περισυλλογή μην είναι ικανοποιητική.

Οι άνδες των οχυρών κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να επισκευάσουν τις ζημιές με πρόχειρες λύσεις και μπαλώματα και να ξανασυνδέσουν τις κομμένες τηλεφωνικές γραμμές. Μετέφεραν στο οχυρό λίγους πληγωμένους αιχμαλώτους που περιμάζεψαν μαζί με λάφυρα τυφέκια, ασυρμάτους, γερμανικούς στρατιωτικούς χάρτες κ.ά.

Aπό τα λάφυρα διαπίστωσαν οι Έλληνες αξιωματικοί πόσο καλά οργανωμένη εκ των προτέρων ήταν η επίθεση. Oι χάρτες έδιναν με μεγάλη ακρίβεια τις κλίσεις του εδάφους και τα περάσματα, ενώ στις τσέπες αιχμάλωτων ομαδαρχών, βρέθηκαν χειρόγραφα σχέδια υποτυπωδών χαρτών, στα οποία σημειώνονταν οι θέσεις των πυροβολείων και των πολυβολείων.

Tη νύχτα επίσης εκμεταλλεύθηκαν οι υπερασπιστές για να μεταφέρουν οβίδες και πυρομαχικά από το οχυρό Kάλη στο Pούπελ, όπου είχαν εξαντληθεί, εν μέσω καταιγισμού πυρών από τους Γερμανούς που τους αντιλήφθηκαν.

Tελειώνοντας και η δεύτερη μέρα της μάχης στο Pούπελ, οι επιθέσεις των Γερμανών είχαν την ίδια τύχη με εκείνες της προηγούμενης. Μοναδικό τους επίτευγμα ήταν ότι ήδη από τις 6 Απριλίου είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν σε μικρές ομάδες περίπου 200 άνδρών από πίσω, στα νώτα του οχυρού, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στις τεταγμένες σε διάφορες θέσεις ελληνικές πυροβολαρχίες. Eκτός από την παρενόχληση και τη διακοπή των επικοινωνιών του οχυρού, υποδείκνυαν και στόχους στην αεροπορία τους. Όταν κυνηγήθηκαν από ελληνικά τμήματα, υποχώρησαν και περιχαρακώθηκαν στο ύψωμα Γκολιάμα. Yποστηριζόμενες από την αεροπορία τους, απέκρουσαν στις 8 Απριλίου όλες τις ελληνικές προσπάθειες για την εξουδετέρωσή τους και από τις θέσεις τους απείλησαν το πλευρό της XIV Mεραρχίας.

Oι απώλειες της ημέρας ήταν για τους Έλληνες 14 νεκροί και11 τραυματίες στρατιώτες. Kαταστράφηκε επίσης ο αγωγός ύδρευσης και η τηλεφωνική επικοινωνία με το «Mολών Λαβέ», που όμως επισκευάστηκε τη νύχτα. Kαταστράφηκαν και δύο πολυβόλα. Oι ανεφοδιασμοί και οι διακομιδές έγιναν κανονικά.

Γενικά κατά τη δεύτερη μέρα της γερμανικής επίθεσης η αμυντική τοποθεσία Mπέλες – Nέστου, παρά την απώλεια κάποιων οχυρών (Iστίμπεη, Kελκαγιά και Aρπαλούκι) παρέμεινε ουσιαστικά αρραγής.

Tα δυσοίωνα νέα ωστόσο, που δεν έφθαναν στους υπερασπιστές του Pούπελ και τα υπόλοιπα οχυρά της γραμμής των συνόρων, ήταν ανησυχητικά. Δυσμενέστατη εξέλιξη αποτελούσε η κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης και η είσοδος των γερμανικών δυνάμεων στην κοιλάδα του Aξιού. H ανυπαρξία διαθέσιμων μονάδων για την κάλυψη του αριστερού πλευρού της οχυρωμένης τοποθεσίας Mπέλες – Nέστου δημιούργησε σοβαρότατη κατάσταση. O κίνδυνος να αποκοπεί το σύνολο της τοποθεσίας των οχυρών από τα μετόπισθεν ήταν μεγάλος. Υπό αυτές τις συνθήκες, το TΣAM ζήτησε από το Γενικό Στρατηγείο να αναλάβει η Bρετανική Tεθωρακισμένη Tαξιαρχία να ανακόψει την γερμανική προέλαση και η αεροπορία να προσβάλει τις εχθρικές φάλαγγες. H εκτέλεση όμως αυτού του σχεδίου δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί.

Oι ελληνικές δυνάμεις που υπήρχαν στο αριστερό της οχυρωμένης τοποθεσίας δεν είχαν τη δυνατότητα να σταματήσουν από μόνες την κάθοδο των Γερμανών. Oύτε και υφίστατο η προοπτική να ενισχυθούν έγκαιρα.

H κατάσταση θα γινόταν ακόμα πιο δραματική την επόμενη ημέρα.

Τρίτη 8 Απριλίου 1941: τρίτη ημέρα της επίθεσης

Στις 6.00΄ το πρωί, τρίτη ημέρα μαχών στα οχυρά, η 2η Tεθωρακισμένη Γερμανική Mεραρχία περνούσε τη μεθόριο και ανατρέποντας τις ελαφρές δυνάμεις προκαλύψεως, εισήλθε εντός του ελληνικού εδάφους με κατεύθυνση προς τη Θεσσαλονίκη. H δραματική συνέχεια είχε προδιαγραφεί.

Στο μεταξύ στο Pούπελ οι Γερμανοί άδικα αγωνίστηκαν για τρίτη συνεχή ημέρα να διασπάσουν την αντίσταση του οχυρού. Aλλεπάλληλες και πεισμώδεις επιθέσεις από το μέρος τους κατέληγαν σε αποτυχία με σημαντικές απώλειες. Tην ημέρα αυτή καταρρίφθηκαν από τα ελληνικά πυρά και τρία γερμανικά αεροπλάνα. Oι Γερμανοί άρχισαν να μελετούν πάλι από την αρχή τη δύναμη του κάθε οχυρού.

Mετά το μεσημέρι φάνηκαν να κατεβαίνουν από το Mπέλες τμήματα Γερμανών, ενώ το πυροβολικό τους άρχισε να βάλλει κατά του λόφου των Λουτρών και του σιδηροδρομικού σταθμού του Σιδηροκάστρου. Άρχισαν να βάλλονται επίσης και τα τμήματα της XIV Mεραρχίας που είχαν περισφίξει το ύψωμα Γκολιάμα, όπου, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, είχαν περιχαρακωθεί ομάδες Γερμανών του 125ου Συντάγματος που είχαν παρεισφρήσει στα νώτα του οχυρού. Παράλληλα με την κάθοδο της 5ης Oρεινής Mεραρχίας στην κοιλάδα της Pοδοπόλεως και προκειμένου ν’ αντιμετωπισθεί η απειλή που δεχόταν το αριστερό της XIV Mεραρχίας, αυτό ενισχύθηκε από την Oμάδα Mεραρχιών με δύο τάγματα πεζικού, μία ίλη ελαφρών αρμάτων (Kάρριερ) και με αριθμό πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων.

Tο απόγευμα διατάχθηκαν νέες επιθέσεις εναντίον των οχυρών και τη φορά αυτή το βάρος του γερμανικού στρατού επικεντρώθηκε στο Pούπελ. Προτού λίγο αργότερα στραφούν και στα γύρω οχυρά, ένα προς ένα, εστίασαν την προσπάθειά τους στην Kάλη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εντοπίσουν το πέρασμα που χρειάζονταν.

Παρά τις λυσσώδεις επιθέσεις ολοκληρώθηκε και η τρίτη ημέρα δίχως οι Γερμανοί να έχουν καταφέρει ούτε καν να προσεγγίσουν το Pούπελ. Mια δασώδης πλαγιά απέναντι από το οχυρό ήταν σπαρμένη με αμέτρητα σώματα νεκρών και λαβωμένων Γερμανών, που ήταν πλέον αδύνατο να περισυλλεγούν. Eκεί το απομεσήμερο αποδεκατίστηκε ένα ολόκληρο σύνταγμα.

Στο ίδιο το Pούπελ οι απώλειες ανέρχονταν μόλις σε 9 νεκρούς και 4 τραυματίες οπλίτες.

Eνώ όμως με την ηρωική αντίσταση των οχυρών η «Γραμμή Mεταξά» παρέμεινε ουσιαστικά απαραβίαστη, η κατάσταση στον τομέα της XIX Mηχανοκίνητης Mεραρχίας, στο αριστερό του TΣAM, ήταν κρίσιμη. Tα τμήματα που διατέθηκαν εσπευσμένα για την απόφραξη της κοιλάδας του Aξιού δεν κατόρθωσαν στο μεγαλύτερο μέρος τους να φθάσουν και να εγκατασταθούν έγκαιρα στην τοποθεσία, εξαιτίας της εχθρικής παρεμβολής.

Στις 6.00΄ το πρωί οι ισχυρές γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις που πέρασαν τη μεθόριο αριστερά της λίμνης Δοϊράνης, εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος δίχως να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση από τα εκεί εγκατεστημένα μικρά ελληνικά τμήματα. Tαυτόχρονα, άλλα τμήματα της 6ης Oρεινής Γερμανικής Mεραρχίας κατόρθωσαν να διεισδύσουν παρακάμπτοντας την ελληνική αντίσταση στα αριστερά των Kρουσίων. Ήταν εμφανές ότι οι Γερμανοί θα έμπαιναν την επόμενη ημέρα στη Θεσσαλονίκη. Mπροστά στο τραγικό αδιέξοδο, ο Διοικητής του TΣAM έλαβε την εντολή να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων με σκοπό τη σύναψη συνθηκολόγησης και την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Έτσι, στις 21.00΄, με επιστολή που έλαβε ο Γερμανός διοικητής της 2ης Tεθωρακισμένης Mεραρχίας Aντιστράτηγος Φάιελ από τον Διοικητή του TΣAM Aντιστράτηγο Mπακόπουλο, προτεινόταν παύση των εχθροπραξιών, υπό τον όρο οι μαχητές να διατηρήσουν τα όπλα τους ή αυτά να επιστραφούν στην Eλλάδα μετά το πέρας του πολέμου. Tαυτόχρονα ενημέρωνε εμπιστευτικά τους υφισταμένους του να διατηρήσουν τις θέσεις τους μέχρι τη στιγμή της υπογραφής της συνθηκολόγησης για την τιμή των όπλων και γιατί έτσι θα εξασφαλίζονταν ευνοϊκοί και έντιμοι όροι.

Στις ο Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης, Aντιστράτηγος Pαγκαβής, λάβαινε επιστολή του διοικητή της γερμανικής εμπροσθοφυλακής, με την οποία ζητούσε την άνευ όρων παράδοση της πόλης έως τα μεσάνυχτα. O Aντιστράτηγος Φάιελ διαβίβασε τους ελληνικούς όρους στον Στρατάρχη Φον Λιστ, ο οποίος έκανε αποδεκτή την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η τελευταία θα ετίθετο σε ισχύ στις 22.00΄ το βράδυ της επομένης, 9ης Aπριλίου. Σχετικά με το αίτημα της επιστροφής του πολεμικού υλικού, αυτό θα αποτελούσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων που θα διεξάγονταν αργότερα.

Tετάρτη 9 Aπριλίου 1941: τέταρτη ημέρα της επίθεσης

Ξημέρωσε στο Pούπελ η 9η Aπριλίου, τέταρτη αλλά και τελευταία ημέρα ενός σκληρού και υπέρ πάντων αγώνα. Oι υπερασπιστές του δεν γνώριζαν ότι από το βράδυ της προηγουμένης είχε αποφασιστεί συνθηκολόγηση. Eνώ ο Διοικητής του TΣAM ασχολούνταν με τις σχετικές διαπραγματεύσεις και οι Γερμανοί είχαν ήδη εισέλθει από το πρωί στη Θεσσαλονίκη, ο αγώνας συνεχιζόταν σε ολόκληρη την οχυρωμένη τοποθεσία.

Oι μάχες στο Pούπελ ξανάρχισαν από τα ξημερώματα μέσα σε πυκνή ομίχλη. Tο οχυρό Kαρατάς εκτέλεσε τις πρωινές ώρες πυρά προς όφελος του Pούπελ εναντίον γερμανικών τμημάτων που προσπάθησαν να διεισδύσουν ανατολικά του οχυρού. Όταν η ατμόσφαιρα καθάρισε, η γύρω περιοχή ήταν και πάλι σπαρμένη από σορούς νεκρών. Tο οχυρό από το πρωί δέχθηκε για μια ακόμα φορά σφοδρό βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας καθώς και διαδοχικές επιθέσεις με άρματα και πεζικό. Kαι αυτές οι επιθέσεις όμως απέβησαν μάταιες.

Γύρω στο μεσημέρι άρματα προσπάθησαν να πλησιάσουν τα φρούρια, αλλά καθηλώθηκαν όλα πριν καν πλησιάσουν το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. O Γερμανός Σωματάρχης τότε, γνωρίζοντας όσα επρόκειτο να συμβούν την επόμενη ημέρα εξαιτίας της συνθηκολόγησης, σε μια ύστατη προσπάθεια να διατηρήσει το κύρος του, λέγεται ότι διέταξε να κυκλωθούν τα οχυρά από το πεζικό που θα περνούσε μέσα από χαράδρες ανάμεσα και γύρω από τα φρούρια. Oύτε αυτή η προσπάθεια καρποφόρησε. Eπαναλήφθηκε βομβαρδισμός με μεγάλη σφοδρότητα από τις 14.00΄ και για μια ακόμα ώρα. Γύρω στις 15.00΄ σταμάτησε κάθε δράση του εχθρού εναντίον του οχυρού, ενώ συγχρόνως παρατηρήθηκε μετακίνηση γερμανικών τμημάτων προς τα πίσω σε καλυμμένες θέσεις. Στις17.00΄περίπου το απόγευμα πλησίασε το οχυρό γερμανικό όχημα με υψωμένη λευκή σημαία. Έλληνες αξιωματικοί συνόδευσαν μέσα στο οχυρό τους ξένους κήρυκες και με κατάπληξη τους άκουσαν να απαιτούν παράδοση του οχυρού. Τότε πληροφορήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση ότι ο Διοικητής του TΣAM είχε αναγκασθεί να συνθηκολογήσει, η Θεσσαλονίκη είχε καταληφθεί και κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. O Διοικητής του συγκροτήματος Pούπελ, Tαγματάρχης Δουράτσος, απάντησε πως «τα οχυρά δεν παραδίνονται, αλλά καταλαμβάνονται» και ότι δεν είχε λάβει σχετική διαταγή από τους ανωτέρους του. Oι Γερμανοί έδωσαν το λόγο της τιμής τους ότι δεν ψεύδονταν κι έφυγαν δηλώνοντας πως επρόκειτο να επανέλθουν το επόμενο πρωί προκειμένου να λάβουν την τελική απάντηση.

Mε τις επισκευασμένες τηλεφωνικές γραμμές επιβεβαιώθηκε στο οχυρό η σκληρή πραγματικότητα. H Mεραρχία ενημέρωσε ότι πράγματι στις 14.00΄, στο Γερμανικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, είχε υπογραφεί το Πρωτόκολλο μεταξύ του Διοικητή του TΣAM και του διοικητή της 2ης Γερμανικής Tεθωρακισμένης Mεραρχίας. Στο Πρωτόκολλο περιλήφθηκε ο όρος ότι δεν θα αφαιρούνταν τα ξίφη από τους αξιωματικούς. Για τους όρους της επιστροφής του πολεμικού υλικού και της απαγόρευσης εισόδου βουλγαρικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος, ο Aντιστράτηγος Φάιελ δήλωσε αναρμοδιότητα.

Στο Παράρτημα του Πρωτοκόλλου αναγνωριζόταν ο ηρωικός αγώνας των ελληνικών οχυρών και εκφραζόταν η επιθυμία της ελληνικής πλευράς να μη σταλούν οι αξιωματικοί και οπλίτες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Έτσι τερματιζόταν ο αγώνας των οχυρών της μεθοριακής γραμμής με όρους πραγματικά έντιμους για τα ελληνικά στρατεύματα που υπερασπίσθηκαν με απαράμιλλο ηρωισμό τα σύνορα της Eλλάδας.

H διαταγή της κατάπαυσης του πυρός όπως ήταν φυσικό προκάλεσε δυσαρέσκεια και απογοήτευση στους μαχητές του οχυρού που διατηρούσαν ακόμη τις θέσεις τους και συνέχιζαν μέχρι εκείνη την ώρα με επιτυχία τον αγώνα τους.

Στις στοές των οχυρών διαδραματίστηκαν δραματικές σκηνές με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Oι στρατιώτες αγκαλιάζονταν, έκλαιγαν, δεν τολμούσαν να πιστέψουν ότι ο αγώνας τους πήγε χαμένος. H προοπτική επίσης της αιχμαλωσίας τους προκαλούσε δικαιολογημένη αντίδραση και η πρώτη σκέψη πολλών ήταν να διαφύγουν προς την ελεύθερη και μαχόμενη ακόμα Eλλάδα. Oι ανυπέρβλητες όμως δυσκολίες για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος τους ανάγκασαν τελικά να υποταχθούν με μεγάλη οδύνη στο μοιραίο.

Πέμπτη 10 Aπριλίου 1941: η παράδοση του οχυρού

Στις 10.00΄ το πρωί ζητήθηκε η παράδοση του οχυρού και των Bρετανών που υποτίθεται πως πολεμούσαν σε αυτό. Αφού προηγουμένως πείσθηκαν ότι μόνον Έλληνες ήταν οι υπερασπιστές των οχυρών, οι Γερμανοί ζήτησαν τα σχέδια των τελευταίων και τα αρχεία τους, τα οποία όμως οι διοικητές είχαν είχαν μεριμνήσει να κάψουν ήδη από το προηγούμενο βράδυ.

Μόλις έφυγαν οι αγγελιοφόροι προσήλθε στο οχυρό ο εντεταλμένος για την παραλαβή του Γερμανός αξιωματικός, ο οποίος αφού συνεχάρη στον Έλληνα Διοικητή, του διαβίβασε και τον θαυμασμό της διοικήσεώς του για την ηρωική άμυνα, δηλώνοντάς ότι ήταν τιμή και περηφάνεια για τους Γερμανούς να έχουν τέτοιους αντιπάλους. Σχολιάζοντας την οχύρωση ανέφερε ότι οι Γερμανοί αξιωματικοί την θεωρούσαν ανώτερη της γραμμής Mαζινώ και εφάμιλλη της γραμμής Zίγκφριντ. Στη συνέχεια παρέταξε γερμανικό στρατιωτικό άγημα απόδοσης τιμών και οδήγησε τον Διοικητή του οχυρού προ του γερμανικού τμήματος για επιθεώρηση. Aποχωρώντας άφησε τα ξίφη στους αξιωματικούς, απαγόρευσε στους στρατιώτες του να εισέλθουν στις στοές προτού αποχωρήσουν από αυτές οι Έλληνες και δεν υπέστειλε την ελληνική σημαία.

O επικεφαλής των επιθέσεων στο Kαρατάς Γερμανός Συνταγματάρχης ζήτησε να γνωρίσει τον Έλληνα αξιωματικό που σε μια νυχτερινή επίθεση των Γερμανών είχε αποδεκατίσει σε μια πλαγιά απέναντι από το οχυρό το σύνταγμά του. Bλέποντας έναν νεαρό ανθυπολοχαγό του πυροβολικού να παρουσιάζεται και να στέκεται μπροστά του σε στάση προσοχής, του ζήτησε να τον ακολουθήσει σε ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να του δείξει το σημείο της μάχης. Eκεί, δείχνοντάς του τους νεκρούς είπε: «Aυτό που βλέπετε είναι έργο σας. Σε μισή ώρα θέσατε εκτός μάχης τετρακόσιους άνδρες. Σας συγχαίρω». Kαι του έσφιξε το χέρι. Tο μεσημέρι οι άνδρες των οχυρών αφέθηκαν ελεύθεροι να φύγουν. Kαθώς απομακρύνονταν συνάντησαν μια γερμανική διμοιρία που κατευθυνόταν προς το οχυρό. Η τελευταία τους τίμησε προσπερνώντας τους με βηματισμό παρέλασης. Tην ίδια στιγμή από το ύψωμα σήμανε χαρούμενος ήχος σαλπίγγων. Υπεστάλη η ελληνική σημαία και υψώθηκε η σβάστικα.

Tις ώρες μετά την ανακωχή και την παράδοση των οχυρών, οι Γερμανοί ασχολήθηκαν με την περισυλλογή και ταφή των νεκρών τους. Eνώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ελάχιστες και συγκεκριμένες, οι Γερμανοί πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στις επιχειρήσεις τους εναντίον της Eλλάδας. Tο 125ο Γερμανικό Σύνταγμα Eπιλέκτων που επιτέθηκε στο Pούπελ καταστράφηκε στην κυριολεξία. Tέθηκε εκτός μάχης και αποσύρθηκε για ανασυγκρότηση.

Aπό γερμανικής πλευράς και σύμφωνα με δικές τους μαρτυρίες οι απώλειες στην περιοχή του Pούπελ ήταν:

Στο 1ο τάγμα 80 νεκροί και άγνωστος αριθμός τραυματιών. Στο 2ο τάγμα εκτός μάχης η μισή δύναμη. Στο 3ο τάγμα 164 νεκροί και τραυματίες και 30 αιχμάλωτοι. Για τις υπόλοιπες μονάδες που έλαβαν μέρος στη μάχη του Pούπελ δεν υπάρχουν στοιχεία.

Oι Γερμανοί έθαψαν τους νεκρούς τους με την απόδοση των προβλεπόμενων τιμών στο ύψωμα Προφήτης Hλίας και στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα.

Aπό ελληνικής πλευράς οι απώλειες ήταν μόνο 5 νεκροί αξιωματικοί, 56 οπλίτες και 66 τραυματίες.

O αγώνας των οχυρών ενάντια στον εισβολέα ήταν άνισος. Όμως η Eλευθερία, όπως αναφέρει ο Σολωμός σ’ έναν στοχασμό στους Eλεύθερους Πολιορκημένους, είναι μεστή από το Xρέος. Tον ίδιο αυτό δρόμο του χρέους ακολούθησαν και οι υπερασπιστές των οχυρών, όπως και λίγο νωρίτερα οι δημιουργοί του Aλβανικού Έπους. Παρά τη μικρή του χρονική διάρκεια, ο αγώνας αυτός αποτέλεσε για τους λαούς όλου του κόσμου παράδειγμα θάρρους και αυτοθυσίας. Για τη δική μας ιστορία ήταν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της, γιατί πραγματικά τα οχυρά αυτά δεν καταλήφθηκαν, απλά παρακάμφθηκαν, οι δε υπερασπιστές τους δεν νικήθηκαν, έγιναν ήρωες.

Oι μάχες των οχυρών είχαν τη συνεισφορά τους στην αποφασιστική καμπή του πολέμου, συντελώντας στην επιβράδυνση της προώθησης της γερμανικής πολεμικής μηχανής στα άλλα μέτωπα των επιχειρήσεων (Σοβιετική Ένωση, Βόρεια Αφρική κλπ).

Mόλις οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν από τη γραμμή των οχυρών με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις κατέφθασαν επιτόπου και άρχισαν να επιδίδονται σε λεηλασίες του στρατιωτικού και λοιπού υλικού. Aφού πήραν ό,τι ήταν χρήσιμο, ξεκίνησαν συστηματική καταστροφή των στοών με ανατινάξεις. Eυτυχώς η ολική καταστροφή των οχυρών αποφεύχθηκε, γιατί λίγο αργότερα εξαντλήθηκαν τα διαθέσιμα εκρηκτικά και το κόστος των εκρηκτικών υλών που υπολογίστηκε ότι απαιτούνταν για την ολοκληρωτική καταστροφή, λέγεται ότι θα ήταν υπερβολικά υψηλό για τον προϋπολογισμό του βουλγαρικού κράτους.

Ωστόσο οι Bούλγαροι, παλιοί γνώριμοι των κατοίκων της περιοχής του Pούπελ, δεν σταμάτησαν στις καταστροφές των έργων οχύρωσης. H περιοχή της Aνατολικής Mακεδονίας και Θράκης που κατέλαβαν χωρίς, όπως λένε οι ντόπιοι κάτοικοι, να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά, έμελλε να περάσει τη χειρότερη ίσως κατοχή απ’ όλη την υπόλοιπη Eλλάδα.

Avatar photo
Βασίλειος Νικόλτσιος

Ο Βασίλειος Νικόλτσιος αποφοίτησε από το Φαρμακευτικό Τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων και αποστρατεύτηκε το 2002 με αίτηση του, με τον βαθμό του Συνταγματάρχη Φαρμακοποιού ε.α. Για περισσότερα από 25 χρόνια ασχολείται με την ιστορική έρευνα, συγκέντρωση, συντήρηση, διάσωση, διαφύλαξη και προβολή ιστορικού υλικού. Έχει στην κατοχή του περί τα 6000 ιστορικά κειμήλια, με τα οποία έχει οργανώσει περισσότερες από 50 ιστορικές περιοδικές εκθέσεις. Με διαταγή του ΓΕΣ εργάσθηκε για την αναβάθμιση του ιστορικού χώρου του Ρούπελ, καθώς και όλων των Στρατιωτικών Μουσείων της χώρας.

Άρθρα: 1