Η Μασσαλία υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους πιο σταθερούς και σημαντικούς προορισμούς για τους εμπόρους της Μεσογείου, τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στους νεότερους χρόνους.
Οι Έλληνες έμποροι δεν αποτελούσαν εξαίρεση και τα ελληνικά ιστιοφόρα πλοία έδεναν τακτικά στο Παλιό Λιμάνι της «πόλης των Φωκαέων». Κατά το 18ο αιώνα οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στη Μασσαλία και τα λιμάνια της Ανατολής (Levant) ήταν συχνότατες. Ωστόσο, οι ισχύοντες κανονισμοί και η υφιστάμενη εταιρική οργάνωση δύσκολα επέτρεπαν σε αλλοδαπούς εγκατεστημένους σε μόνιμη βάση να διαδραματίσουν κυρίαρχο οικονομικό ρόλο στο μασσαλιώτικο λιμάνι. Οι Έλληνες, για παράδειγμα, δυσκολεύονταν να εγκατασταθούν στη Μασσαλία αλλά απολάμβαναν μεγάλη ελευθερία στο γειτονικό λιμάνι του Λιβόρνου, όπου υπήρχε σημαντική ελληνική παροικία και ελληνική εκκλησία από το 1775.
Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η μείωση του γαλλικού εμπορίου και της γαλλικής ναυτιλίας στα λιμάνια της Ανατολής ήταν δραστική. Οι Έλληνες έμποροι ήταν οι κύριοι ωφελημένοι από τη νέα αυτή τάξη πραγμάτων παίρνοντας γρήγορα το εμπόριο στα χέρια τους σε μια αγορά που γνώριζαν πολύ καλά. Στο τέλος της Πρώτης Αυτοκρατορίας (1814-1815), κατά τη διάρκεια σοβαρών κρίσεων φτωχών σοδειών σιτηρών, η Μασσαλία μπόρεσε να επιβιώσει χάρη στο σιτάρι που μετέφεραν τα ελληνικά πλοία από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο. Επιπλέον, το 1815 καταργήθηκε ο δασμός 20% για τα εμπορεύματα που έφταναν με εμπορικά πλοία από την Ανατολή μη φέροντα γαλλικές σημαίες.1 Έτσι, με την ευκολία που προσέφερε η νέα νομοθεσία, άρχισαν να εγκαθίστανται τα πρώτα υποκαταστήματα ελληνικών εμπορικών οίκων στο λιμάνι. Το 1816 συμπίπτει με την αποφασιστική φάση της οριστικής ίδρυσης ελληνικής παροικίας στη Μασσαλία. Εκείνη τη χρονιά, δέκα ελληνικοί εμπορικοί οίκοι εγκαταστάθηκαν ταυτόχρονα στην πόλη, όπως αυτοί του Παντελέοντα Αργέντη, των αδελφών Νικόλαου και Θεόδωρου Πρασσακάκη από τη Χίο, του Θεόδωρου Όμηρου και των αδελφών Δημητρίου και Κωνσταντίνου Αμηρά από τη Σμύρνη ή του Νικόλαου Θησέα από την Κύπρο. Στη διάρκεια της Επανάσταση του 1821, το λιμάνι της Μασσαλίας λειτούργησε ως κέντρο αποστολής φιλελλήνων εθελοντών, όπλων και πυρομαχικών προς την Ελλάδα, με χρηματοδότηση των Ελλήνων εμπόρων, πολλοί εκ των οποίων αναλάμβαναν συχνά και τον ρόλο του διαμεσολαβητή.

Οι αρχοντικές οικογένειες της Χίου εδραίωσαν από νωρίς την κυριαρχία τους στην ελληνική παροικία της πόλης. Ο αριθμός τους ενισχύθηκε σημαντικά μετά τις σφαγές του 1822, όταν πολλοί επιζώντες – κυρίως γυναικόπαιδα – κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο μασσαλιώτικο λιμάνι, βρίσκοντας στήριξη και οικονομική βοήθεια από τους ήδη εγκατεστημένους εκεί συμπατριώτες τους. Οι οικογενειακές επανενώσεις οδήγησαν σε αύξηση των γάμων και των γεννήσεων, συμβάλλοντας στην παγίωση της ισχυρής χιώτικης παρουσίας.
Μέχρι το 1860 ο αρχικός αυτός χιώτικος πυρήνας διευρύνθηκε με την έλευση νεοφαναριώτικων οικογενειών από την Κωνσταντινούπολη και εφοπλιστών με προέλευση τα Επτάνησα. Η ελληνική Κοινότητα της Μασσαλίας έγινε σύντομα δυναμικό μέλος της Ελληνικής Επιχειρηματικής Διασποράς2 και οι Έλληνες έμποροι κυριάρχησαν στην οικονομική, κοινωνική και φιλανθρωπική ζωή της πόλης που τους είχε υποδεχτεί.
Τα μέλη αυτής της ακμαίας ελληνικής ελίτ διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση, τη διοίκηση και τις δραστηριότητες σχεδόν όλων των φιλεκπαιδευτικών, φιλότεχνων συλλόγων και μορφωτικών εταιρειών της πόλης, όπως ήταν η Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών της Μασσαλίας, η Εταιρεία Γεωγραφίας, ή των περίφημων Κύκλων της εποχής όπως ο Κύκλος των Φωκαέων και ο Καλλιτεχνικός Κύκλος, οι οποίοι συγκέντρωναν το σύνολο της διανόησης της εποχής. Το 1871 ίδρυσαν τον περίφημο και αμιγώς ελληνικό Ελληνικό Σύλλογο Μασσαλίας,3 ο οποίος ανέπτυξε τεράστια φιλολογική και εκπαιδευτική δράση τόσο στη Μασσαλία και την Ελλάδα, όσο και στις ελληνικές κοινότητες, ευρισκόμενες υπό οθωμανική κυριαρχία.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί από τους ισχυρούς Έλληνες εμπόρους άλλαξαν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, επικεντρώθηκαν κυρίως σε χρηματιστηριακές επενδύσεις και στη βιομηχανία και εγκατέλειψαν τη Μασσαλία για άλλα πιο σημαντικά κέντρα του καπιταλιστικού κόσμου. Ωστόσο, αρκετές αρχοντικές εμπορικές οικογένειες παρέμειναν στην πόλη όπου διατηρούσαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, αποτελώντας πάντα μία συμπαγή και ευημερούσα τάξη Ελλήνων μεγαλοαστών, ενσωματωμένη πλήρως πλέον στην τοπική γαλλική ελίτ.
Γύρω στο 1916 και περίπου έναν αιώνα μετά την ίδρυση των πρώτων ελληνικών μεγάλων εμπορικών οίκων στη Μασσαλία, ένα μεγάλο κύμα προσφύγων και μεταναστών έφτασε στην περιοχή, κυρίως από τα Δωδεκάνησα τα οποία βρίσκονταν τότε υπό ιταλική κατοχή. Οι οικονομικοί αυτοί μετανάστες που έφταναν ως Οθωμανοί, Ιταλοί ή και Έλληνες υπήκοοι είχαν στρατολογηθεί ως εργάτες από το γαλλικό κράτος που αναζητούσε εργατικό δυναμικό για τις ανάγκες της πολεμικής του βιομηχανίας. Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που είχαν καταφύγει στα νησιά λόγω διώξεων. Οι οργανωμένες αφίξεις σταμάτησαν γύρω στο 1918, ωστόσο η εισροή προσφύγων συνεχίστηκε σποραδικά μέσω φιλικών και οικογενειακών δικτύων. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα δεύτερο σημαντικό κύμα Ελλήνων προσφύγων έφτασε στη Μασσαλία. Οι προσφυγικές ροές μειώθηκαν σταδιακά μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Οι πρόσφυγες αυτοί, η άφιξη των οποίων τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχε ζητηθεί από το γαλλικό κράτος, αρχικά φιλοξενήθηκαν σε πρόχειρα στρατόπεδα ενώ αργότερα στριμώχτηκαν σε ετοιμόρροπα κτίρια στο κέντρο της Μασσαλίας4 και προστέθηκαν στην ήδη μεγάλη εργατική μάζα ξένων εργατών που συσσωρεύονταν στις υποβαθμισμένες περιοχές του λιμανιού.

Σταδιακά, τα δύο προσφυγικά-μεταναστευτικά κύματα συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας έτσι τη νέα βάση της ελληνικής παροικίας.5 Το 1932 και εν μέσω της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, ψηφίστηκε ένας νόμος από τη γαλλική κυβέρνηση για την προστασία του εθνικού εργατικού δυναμικού στη Γαλλία με στόχο να επιτύχει ποσόστωση της απασχόλησης αλλοδαπών στην οικονομία. Ο νόμος αυτός επέφερε μεγάλο πλήγμα στο ελληνικό εργατικό δυναμικό σε ολόκληρη τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μαζική παλιννόστηση χιλιάδων Ελλήνων εργατών σε μακροπρόθεσμη κλίμακα και συνεπώς μείωση του ελληνικού πληθυσμού.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει την ελληνική παρουσία στη Μασσαλία κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.6
Απογραφές | Έλληνες |
1876 | 642 |
1911 | 514 |
1921 | 2.489 |
1931 | 3.643 |
1934 | 5.642 |
1947 | 2.527 |
1956 | 2.600 |
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων προσφύγων και μεταναστών ήδη από τη δεκαετία του 1930 είχαν αποκτήσει γαλλική υπηκοότητα και καταγράφονταν έκτοτε ως Γάλλοι πολίτες. Άρα δε συμπεριλαμβάνονταν στα δεδομένα των απογραφών τα οποία θεωρούνται πάντα σχετικά ως προς τον ελληνικό πληθυσμό.
Το προσφυγικό αυτό και μεταναστευτικό πλήθος, όπως διαμορφώθηκε από τις συνεχείς αυξομειώσεις, άλλαξε ριζικά τη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας της πόλης, δημιουργώντας μία νέα διαστρωμάτωση. Από τη μία πλευρά, υπήρχε πάντα η ισχυρή δυναμική ελίτ των μεγαλοαστών εμπόρων και βιομηχάνων και από την άλλη η μεγάλη μάζα των εργατών. Στον Μεσοπόλεμο, οι εργάτες των εργοστασίων οπλισμού που είχαν παραμείνει στην περιοχή είτε εργάστηκαν ως λιμενεργάτες, ράφτες, υποδηματοποιοί, κομμωτές ή μηχανικοί, είτε στράφηκαν σε βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες. Σταδιακά ξεκίνησαν την εμπορία ελληνικών προϊόντων, άνοιγαν ξενοδοχεία, εστιατόρια, ή ελληνικά καταστήματα τροφίμων7 με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σιγά-σιγά μία νέα μικρή «μεσαία τάξη» που διαχωρίστηκε από τη μεγάλη εργατική μάζα και αποτέλεσε ένα είδος «δορυφόρων» που κινούνταν ανάμεσα στις δύο κύριες συνιστώσες της νέας ελληνικής κοινωνίας της Μασσαλίας.
Έτσι, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε μία συμπαγής, σχεδόν ομοιογενής και ευημερούσα ελληνική Κοινότητα (δομημένο σώμα με εκλεγμένη διοίκηση), στα μέσα του αιώνα είχε υποκατασταθεί από μία πολυπληθή και εντελώς ετερογενή κοινότητα (παροικία, εθνοτική ομάδα). Ο όρος «ελληνική Κοινότητα» έχανε το αρχικό του νόημα σταδιακά μετά από τα μέσα του 20 ου αιώνα, εφόσον δεν αντιπροσώπευε στο εξής το σύνολο της παροικίας.
Ο τρόπος διοίκησης της ελληνορθόδοξης Κοινότητας
Το 1820 και με στόχο τη δημιουργία μιας ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, μερικοί από τους πρωτοπόρους ισχυρούς Χιώτες κατά πλειοψηφία εμπόρους έθεσαν τα θεμέλια της Κοινότητας υπογράφοντας τον πρώτο Κανονισμό της.8 Έτσι η ελληνική Κοινότητα της Μασσαλίας ξεκίνησε ως εκκλησιαστική Αδελφότητα και διαμορφώθηκε σταδιακά σε μία άρτια οργανωμένη δομή, συσπειρωμένη γύρω από τη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Στα πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου τουλάχιστον μέχρι το 19279 άλλοτε σημειώνεται ως «Κοινότητα» άλλοτε ως «Εκκλησία». Οι απαρχές της και οι βάσεις της κοινοτικής της διοίκησης παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με εκείνες των διασπορικών κοινοτήτων του 19ου αιώνα του Λιβόρνου, της Τεργέστης και της Βενετίας.
Τα μέλη της Κοινότητας διοικούσαν τις υποθέσεις της ορθόδοξης εκκλησίας τους αυστηρά και αποτελεσματικά όπως ακριβώς και τους εμπορικούς τους οίκους. Ο Κανονισμός παγίωσε την οργάνωση με τη θέσπιση διακριτών λειτουργιών και σαφών διαδικασιών:10 Η ορθόδοξη Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου διοικούνταν από τη Γενική Συνέλευση (ΓΣ) των συστατικών μελών της. Η ΓΣ όριζε ένα Εκκλησιαστικό Συμβούλιο (ΕΣ), αποτελούμενο από συμβούλους, επιτρόπους και έναν ταμία, καθώς και εισφοροθέτες.11 Ο πρόεδρος του ΕΣ ήταν αυτόματα και πρόεδρος της ελληνικής Κοινότητας. Τα μέλη του ΕΣ αποτελούνταν αποκλειστικά από γόνους αρχοντικών οικογενειών και συνδέονταν μεταξύ τους με στενούς οικογενειακούς δεσμούς εφόσον οι μεγάλες εμπορικές οικογένειες εφάρμοζαν απαρέγκλιτα ένα αυστηρό σύστημα ενδογαμίας, με βάση το οποίο εδραίωναν τις εμπορικές και χρηματικές τους πρακτικές.12 Ο αριθμός και η διάρκεια θητείας των μελών του ΕΣ ορίζονταν και αυξομειώνονταν σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του Κανονισμού, ο οποίος υπογραφόταν από όλα τα συστατικά μέλη της Εκκλησίας. Τόσο οι διαδοχικοί Κανονισμοί, όσο και τα πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων γράφονταν πάντοτε στα ελληνικά. Στις ετήσιες εκλογές που λάμβαναν χώρα στο τέλος κάθε συνέλευσης ανανεώνονταν τα μέλη του ΕΣ των οποίων η θητεία είχε λήξει ή που είχαν στο μεταξύ εκδημήσει. Οι διάδοχοι ήταν συνήθως κοντινά μέλη της ίδιας οικογένειας.
Στις συνελεύσεις του ΕΣ που πραγματοποιήθηκαν μέχρι το 1900, γίνεται αισθητή η αναζήτηση νομικής αυτονόμησης ως προς το αν το γαλλικό κράτος και οι τοπικές αρχές θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ή όχι την ανεξαρτησία της εκκλησιαστικής περιουσίας.13 Ήδη από το 1865, ο Κωνσταντίνος Μελάς14 είχε προτείνει την εξεύρεση ενός τρόπου να «κανονισθεί η ύπαρξις της εν Μασσαλία Ελληνικής Κοινότητος ως προς τας εγχωρίους Αρχάς και Νόμους». Ωστόσο, εκφράστηκαν φόβοι περί «αναμίξεως της Κυβερνήσεως» στις υποθέσεις της Εκκλησίας και η πρόταση του Κωνσταντίνου Μελά απορρίφθηκε.15

Το 1901, μετά τη δημοσίευση του νόμου περί σωματείων που καθιέρωσε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι στη Γαλλία, το ζήτημα τέθηκε και πάλι προς συζήτηση, αλλά τα μέλη του ΕΣ δεν εξέτασαν το ενδεχόμενο να δηλώσουν την ελληνική Κοινότητα στις γαλλικές αρχές για τους ίδιους λόγους. Έτσι, και προκειμένου να «ρυθμιστούν» τα περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας, προτάθηκε να ενσωματωθούν στον εμπορικό οίκο των αδερφών Ράλλη.16 Το 1905, ο νόμος περί διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος δεν επηρέασε τη διαχείριση της περιουσίας της Εκκλησίας, η οποία παρέμεινε νόμιμη ιδιοκτησία των μελών της. Οι περιουσιακοί τίτλοι της τελευταίας κρατούνταν από το 1892 από την τράπεζα Société Marseillaise de Crédit με την επωνυμία Ζαφειρόπουλος/Ζαρίφης μέχρι το 1924 που ιδρύθηκε η κτηματομεσιτική εταιρεία La Phocéa για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Εκκλησίας και τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας της.17 Από το ίδιο έτος, η τράπεζα Π. Ζαρίφη και Υιοί διαχειριζόταν την χρηματική περιουσία της, μετά το διαχωρισμό των εμπορικών συμφερόντων των οικογενειών Ζαρίφη και Ζαφειρόπουλου.18
Το 1968 η εταιρεία La Phocéa αντικαταστάθηκε από τον Ορθόδοξο Ελληνικό Εκκλησιαστικό Σύλλογο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου19 (ACOG : Association Cultuelle Orthodoxe Grecque de la Dormition de la Mère de Dieu), στον οποίο μεταβίβασε τα περιουσιακά της στοιχεία.
Η διοίκηση και οικονομική διαχείριση της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και της Κοινότητας αποτελούσε οικογενειακή παράδοση και διαχρονικό απαράβατο καθήκον των μελών των ισχυρών εμπορικών οικογενειών της Μασσαλίας, φαινόμενο που συνεχίστηκε αδιάλειπτα βάσει των ίδιων κωδικοποιημένων πράξεων και χωρίς αλλαγές σε ολόκληρη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, κάποια μέλη της ελληνικής παροικίας που δεν ανήκαν στον στενό οικογενειακό κύκλο της εμπορικής αριστοκρατίας αλλά πληρούσαν αυστηρά κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, άρχισαν να γίνονται δεκτά στη διοίκηση της Εκκλησίας και στους κόλπους του ΕΣ. Οι υποψήφιοι υπέβαλαν ειδικό επίσημο γραπτό αίτημα στους επιτρόπους και η αποδοχή τους ως συστατικά μέλη άλλοτε αναγράφονταν και άλλοτε όχι στα πρακτικά των ετησίων Γενικών Συνελεύσεων.
Φιλανθρωπικό έργο της ελληνικής Κοινότητας Μασσαλίας
Εμπνεόμενοι από το πνεύμα του ευεργετισμού με το οποίο είχαν γαλουχηθεί, οι ισχυροί έμποροι του 19ου αιώνα ίδρυαν, ή χρηματοδοτούσαν και στήριζαν κάθε φιλανθρωπική δομή στην πόλη. Θεωρώντας την ευεργεσία επιβεβλημένο καθήκον και ηθική δέσμευση, πρωτοστατούσαν σε όλες τις αγαθοεργίες, τα κοινωφελή έργα καθώς και σε κάθε είδους δωρεά και βοήθεια προς τους αναξιοπαθούντες της πόλης.
Παράλληλα, και για περισσότερο από έναν αιώνα, τα μέλη της ελληνικής Κοινότητας προγραμμάτισαν, οργάνωσαν και χρηματοδότησαν ένα τεράστιο φιλανθρωπικό έργο μέσω του Ταμείου των Ενδεών και της Φιλοπτώχου προς τους «Έλληνες αδελφούς» τους. Η οικονομική διαχείριση της φιλανθρωπίας παρέμεινε κάτω από τον απόλυτο και κλειστό έλεγχο του ΕΣ και αποτέλεσε μέρος της επίσης αυστηρά ελεγχόμενης διοίκησης της Εκκλησίας που ήταν απαγορευτική για οποιονδήποτε δεν ανήκε στο γνωστό στενό οικογενειακό – εμπορικό κύκλο. Η σχέση των δύο κοινωνικών συνόλων, μεγαλοαστών – φτωχών Ελλήνων υπαγορεύτηκε σε γενικές γραμμές πάντα από τους κανόνες της φιλανθρωπίας και περιορίστηκε στη σχέση ευεργέτη – ευεργετούμενου, δίχως να επεκτείνεται σε άλλες μορφές κοινωνικής συναναστροφής.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το φιλανθρωπικό έργο του ΕΣ ξεκίνησε «επισήμως» το 1857 με τη δημιουργία ελληνικού νοσοκομείου σε ενοικιαζόμενο οίκημα κοντά στην ελληνορθόδοξη εκκλησία, το οποίο λειτούργησε από το 1857 έως το 1867.20 Το 1867, με απόφαση του ΕΣ, σταμάτησε η λειτουργία του ελληνικού νοσοκομείου, αντικαταστάθηκε όμως από μία ετήσια δωρεά για την κάλυψη των εξόδων ενός θαλάμου νοσηλείας στο Νοσοκομείο της Μασσαλίας όπου θα περιθάλπονταν αποκλειστικά Έλληνες ορθόδοξοι.
Το 1886, έπειτα από μαρτυρίες ότι ο θάλαμος χρησιμοποιούνταν για άλλους σκοπούς, αποφασίστηκε ομόφωνα να σταματήσει η εν λόγω δωρεά και να μεταβιβάζεται στο εξής το ίδιο ποσό στο Ταμείο των Ενδεών που είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1865.

Το 1922 το ΕΣ οργάνωσε έναν μεγάλο έρανο υπέρ των Μικρασιατών Προσφύγων που δεν συμπεριλήφθηκε στους ετήσιους απολογισμούς του Ταμείου των Ενδεών, αλλά σε ειδικό λογαριασμό που ονομάστηκε «Λογαριασμός Προσφύγων και Επιζώντων των Σφαγών της Σμύρνης» και διαχειριζόταν από μία Επιτροπή αρωγής προσφύγων.21 Σταδιακά, η Επιτροπή αυτή ανεξαρτοποιήθηκε από το Ταμείο των Ενδεών, άρχισε να λειτουργεί όλο και πιο αυτόνομα και αποτέλεσε το κύριο όργανο διαχείρισης των ποσών που προορίζονταν για τους Έλληνες πένητες. Το 1928 ονομάστηκε Ελληνικός Φιλανθρωπικός Σύλλογος Μασσαλίας/ Φιλόπτωχος.22 Η φιλανθρωπική δραστηριότητα του Συλλόγου ήταν τεράστια και συνεχίστηκε αδιάκοπτα, λαμβάνοντας σε κάθε χρονική περίοδο τη μορφή που υπαγόρευαν οι ανάγκες των Ελλήνων απόρων. Η τράπεζα Ζαρίφη και Υιοί διαχειριζόταν τα οικονομικά του και όλες οι δαπάνες καλύπτονταν κατά κανόνα από τα πιστωτικά υπόλοιπα του τραπεζικού λογαριασμού του Ταμείου των Ενδεών.

Το πρώτο καταστατικό της Φιλοπτώχου συντάχθηκε μόλις το 1944. Η λειτουργία της παρέμεινε ωστόσο, όπως και κατά το παρελθόν, αυστηρά περιορισμένη στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέχρι το 1954, όταν δηλώθηκε επισήμως στις νομαρχιακές αρχές με την επωνυμία Φιλανθρωπικός Σύλλογος “Άγιος Γεώργιος (Association de Bienfaisance Saint Georges)23 και με έδρα το κτίριο της ελληνορθόδοξης εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Το έργο του Φιλανθρωπικού Συλλόγου Άγιος Γεώργιος συνεχίστηκε απρόσκοπτα για ακόμη περίπου εβδομήντα χρόνια μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021.24
Πολιτικές τάσεις στην ελληνική παροικία της Μασσαλίας
Η πρώτη εμφανής συλλογική πολιτική έκφραση του συνόλου της ελληνικής παροικίας της Μασσαλίας εκδηλώθηκε στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν τάχθηκε σύσσωμη υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και του Βενιζέλου. Ήδη από το 1914, πολλοί εθελοντές από την πόλη είχαν καταταγεί στις τάξεις του γαλλικού στρατού.25
Οι ισχυροί Έλληνες έμποροι-βιομήχανοι ανεξάρτητα από τις γαλλικές πολιτικές τους τοποθετήσεις και συμπάθειες, υποστήριζαν με θέρμη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο πολλοί γνώριζαν προσωπικά. Παρακολουθούσαν στενά τα γεγονότα κι’ έστελναν στον Έλληνα πολιτικό επιστολές και τηλεγραφήματα συγχαρητηρίων ή συμπαράστασης μετά από κάθε πολιτική νίκη ή ήττα του. Το περιεχόμενο των επιστολών δημοσιευόταν στον τοπικό τύπο, ακολουθούμενο από τις υπογραφές των συντακτών τους με πρώτη πάντοτε αυτή του Περικλή Ζαρίφη, ως προέδρου της ελληνικής Κοινότητας.

Από όσο μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε οι εκδηλώσεις αυτές καθώς και η έλλειψη αναφοράς σε φανερές ενδοκοινοτικές ταραχές, η ελληνική παροικία δεν παρουσίαζε προβλήματα διχασμού από πολιτική άποψη μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο και μετέπειτα, στον Μεσοπόλεμο. Με την πάροδο των ετών, ωστόσο, είχε δημιουργηθεί και ενταθεί μία δυσαρέσκεια της πολυπληθούς εργατικής μάζας προς το ΕΣ και τον τρόπο διοίκησης της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία σε γενικές γραμμές παρέμενε υποβόσκουσα.
Οι μετανάστες που έφτασαν στη Μασσαλία στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και οι μάζες των προσφύγων που τους ακολούθησαν (Αρμένιοι μετά το 1915, Ρώσοι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και Μικρασιάτες μετά το 1922), αύξησαν με γεωμετρική πρόοδο το εργατικό δυναμικό της πόλης και διαφοροποίησαν τη σύνθεση του πληθυσμού της. Η βαθιά αλλαγή στην κοινωνική διαστρωμάτωση οδήγησε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε σοβαρές αποκλίσεις στις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις. Η Μασσαλία, με το λιμάνι να αποτελεί το επίκεντρο της οικονομικής ζωής της, ήταν πρωτίστως μία εργατική πόλη, με ισχυρό εργατικό κίνημα, στους κόλπους του οποίου υπερτερούσαν οι δυνάμεις της Αριστεράς. Το σοσιαλιστικό κόμμα S.F.I.O. (Section Française de l’Internationale Ouvrière) αποτελούσε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην πόλη ήδη από τη δεκαετία του 1920, με κομμουνιστική πλειοψηφία μεταξύ των μελών του.26 Στις δημοτικές εκλογές του1935, η ενωμένη αριστερά επικράτησε εύκολα εκλέγοντας σοσιαλιστή δήμαρχο,27 και οι ελπίδες της ενισχύθηκαν το 1936, με την άνοδο του Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία.

Η πολιτικοποίηση των ελληνικών εργατικών τάξεων ήταν αναμενόμενη σε μια πόλη – λιμάνι όπως η Μασσαλία. Οι πρώτες προσπάθειες συλλογικής οργάνωσης Ελλήνων λιμενεργατών και ναυτών στο γαλλικό κομμουνιστικό συνδικάτο C.G.T.U.28 αναφέρονται ήδη από το 1926. Το 1936, η έδρα της Ναυτεργατικής Ένωσης Ελλάδος (ΝΕΕ) η οποία είχε δημιουργηθεί το 1928 από τις αριστερές πλευρές της ΕΓΣΕΕ (Ενωτικής ΓΣΕΕ)29 και τεθεί εκτός νόμου από τη δικτατορία του Μεταξά, μεταφέρθηκε για ένα διάστημα από τον Πειραιά στη Μασσαλία, προτού μετακινηθεί τελικά στη Νέα Υόρκη.30 Η ΝΕΕ, με τη συνδρομή τοπικών οργανώσεων, συνέβαλε σημαντικά τόσο στην αποστολή εθελοντών όσο και στην επάνδρωση των πλοίων που μετέφεραν οπλισμό και εθελοντές στη Δημοκρατική Ισπανία στο πλαίσιο της διενέργειας, εκεί, του εμφυλίου πολέμου.31 Η δραστηριοποίηση των αριστερών Ελλήνων ναυτεργατών εντάθηκε μέσα στην τριετία 1946-1949, διενέργεια της ένοπλης φάσης του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, όταν το μασσαλιώτικο λιμάνι αποτέλεσε ένα από τα πιο δραστήρια κέντρα δράσης της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ),32 που διαδέχθηκε τη ΝΕΕ. Η δράση των οργανωμένων ναυτεργατών της ΟΕΝΟ και οι έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις με τις ελληνικές διπλωματικές αρχές στη Μασσαλία διήρκεσαν τουλάχιστον μέχρι το 1952.
Το 1937 ιδρύθηκε στο Παρίσι η Δημοκρατική Ένωση Ελλήνων Γαλλίας33 (ΔΕΕΓ) και συγκέντρωσε γύρω της όλες τις τοπικές ελληνικές αριστερές δυνάμεις. Το τμήμα της Μασσαλίας θεωρούνταν από τα πλέον δραστήρια και συμμετείχε στη μεγάλη κίνηση υποστήριξης προς τις δημοκρατικές δυνάμεις του ισπανικού εμφυλίου με την αποστολή τροφίμων.34 Η ΔΕΕΓ αποτέλεσε την κυριότερη συλλογική έκφραση της ελληνικής Αριστεράς στη Γαλλία του Μεσοπολέμου. Διαλύθηκε από τους ιδρυτές της το 1939,35 αλλά επανιδρύθηκε το 1946, αντικαθιστώντας το Ελληνικό Εθνικό Μέτωπο Γαλλίας, στο οποίο είχαν στο μεταξύ προσχωρήσει όλες οι αριστερές μεταπολεμικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Μασσαλίας.
Μεταξύ των ετών 1946 και 1949, οι Έλληνες της Μασσαλίας, ή τουλάχιστον οι συντονιστικές επιτροπές των συλλόγων τους, ήταν διχασμένοι μεταξύ δύο πολιτικών τάσεων που αντικατόπτριζαν τη ελληνική πραγματικότητα του Εμφυλίου. Από τη μία πλευρά, υπήρχε η κυβερνητική τάση, η οποία συσπείρωνε γύρω από το ελληνικό προξενείο το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, το Ελληνικό Εμπορικό Επιμελητήριο, τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό Μασσαλίας και την Ελληνική Ένωση Μασσαλίας και Περιχώρων που είχε ιδρυθεί το 1944. Τα μέλη των τριών πρώτων συλλόγων ανήκαν κατά συντριπτική πλειοψηφία στην ισχυρή εμπορική και επιχειρηματική μεγαλοαστική τάξη, ενώ τα μέλη της Ελληνικής Ένωσης αποτελούνταν από μια «μεσαία τάξη» προσφύγων και μεταναστών υπαλλήλων ή ιδιοκτητών καταστημάτων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, δραστηριοποιήθηκαν ή προσπάθησαν να δραστηριοποιηθούν κάποιες αριστερές ενώσεις. Πρόκειται για την Επιτροπή Απελευθέρωσης Μασσαλίας που είχε δημιουργηθεί μέσα στην Κατοχή, της οποίας τα μέλη ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Πατριωτών Μασσαλίας και Περιχώρων, αμέσως μετά την Απελευθέρωση και την Ελληνική Κοινότητα Μασσαλίας και Περιχώρων που ιδρύθηκε το 1947.36 Οι σύλλογοι αυτοί, οι οποίοι διαλύθηκαν σύντομα ως κομμουνιστικοί, συνεργάζονταν με τους αριστερούς ελληνικούς μεταπολεμικούς συλλόγους του Παρισιού, αρχικά με το Ελληνικό Εθνικό Μέτωπο (1945) και στη συνέχεια με την επανιδρυθείσα ΔΕΕΓ.
Η δημιουργία της «μικρής» εκκλησίας και το τέλος της ελληνικής Κοινότητας του 19ου αιώνα
Η πρόσβαση στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που γινόταν βάσει καθορισμένων κανόνων και προϋποθέσεων, ήταν περιοριστική για την πλειοψηφία των μελών της πολυάριθμης εργατικής τάξης. Ο τρόπος διοίκησης της Εκκλησίας ο οποίος θεωρούνταν δεδομένος και αναντίρρητος την περίοδο του Μεσοπολέμου άρχισε να σταδιακά αμφισβητείται σοβαρά από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής παροικίας όπως και η πρόσβαση στην ορθόδοξη λατρεία υπό προκαθορισμένους όρους. Η πιστή εφαρμογή ενός παρωχημένου και άκαμπτου Κανονισμού καθώς και η μη διεύρυνση του κλειστού κύκλου του ΕΣ, στα μέσα του 20ου αιώνα σχολιάζονταν αρνητικά ακόμα και από τις ελληνικές διπλωματικές αρχές οι οποίες τόνιζαν επίσης τον «εκγαλλισμόν» των απογόνων των αριστοκρατικών οικογενειών που μιλούσαν σχεδόν όλοι μόνο γαλλικά και ήταν τελείως αφομοιωμένοι μέσα στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας.
Η Απελευθέρωση, καθώς και οι πολιτικές διαφορές που οξύνθηκαν κατά την περίοδο του Εμφυλίου ανέδειξαν ακόμη περισσότερο τον αυστηρά παραδοσιακό τρόπο διοίκησης της Εκκλησίας. Οι δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στην ελληνική παροικία μακριά από τους μεγαλοαστικούς κύκλους δεν ήταν δυνατό να ελεγχθούν. Η ελεύθερη πρόσβαση στην ελληνορθόδοξη εκκλησία, αλλά και στη διοίκησή της άρχισε να θεωρείται δικαίωμα και δυνατή κατάκτηση.
Αυτό ήταν το γενικό κλίμα στην πόλη, όταν το Μάιο του 1946 έφτασε μετά από απόφαση του ΕΣ ο Αρχιμανδρίτης Λουκιανός Δεπούντης37 για να αντικαταστήσει τον αποβιώσαντα ιερατικώς προϊστάμενο της ελληνορθόδοξης εκκλησίας Καλλίνικο Δίλβεη. Ο νέος αρχιμανδρίτης περιγραφόταν ως «ένας διακεκριμένος ιερέας», για τον οποίο το ΕΣ πίστευε ότι « θα αποδεικνυόταν αντάξιος των προσδοκιών της Κοινότητας».38 Πολύ σύντομα όμως ο Δεπούντης άρχισε να έχει συχνές επαφές και επικοινωνία με τους κομμουνιστικούς κύκλους και τις ελληνικές αριστερές οργανώσεις της πόλης. Η γνωριμία και μεγάλη φιλία του με το Γεώργιο Ν. Χατζηγεωργιάδη39 ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα δραστηριότητά του. Οι γνώσεις και οι αντιλήψεις του λογίου ποιητή επηρέασαν βαθιά τον Αρχιμανδρίτη, ο οποίος τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε πολύ.40
Η συμπεριφορά και οι πράξεις του Λουκιανού Δεπούντη, που δε συμφωνούσαν όπως ήταν αναμενόμενο με τον εκκλησιαστικό Κανονισμό, οδήγησαν στην απομάκρυνσή του αρχικά από το ΕΣ και στην απόλυσή του από τον Μητροπολίτη Γερμανό Θυατείρων.41 Λίγο μετά την απόλυσή του, ο Αρχιμανδρίτης νοίκιασε ένα χώρο σε κεντρική λεωφόρο της Μασσαλίας όπου άρχισε να ιερουργεί χωρίς την άδεια του Μητροπολίτη και μη λαμβάνοντας υπόψη τις έντονες διαμαρτυρίες του ελληνικού προξενείου. Ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής παροικίας τον ακολούθησε και άρχισε να εκκλησιάζεται στο νέο χώρο, προκαλώντας σοβαρό αναβρασμό που οδήγησε τελικά σε ρήξη μέσα στους κόλπους της ελληνικής Κοινότητας. Στις αρχές Ιανουαρίου 1948 ιδρύθηκε ο εκκλησιαστικός σύλλογος Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου με έδρα το νέο παρεκκλήσι και έθεσε τον απολυμένο ιερέα στην υπηρεσία του. Οι πιστοί είχαν συγκεντρώσει μεγάλα χρηματικά ποσά για να οργανωθεί ο σύλλογος, να εξοπλισθεί το παρεκκλήσι και να συντηρηθεί ο ιερέας. Η εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου έμεινε στην ιστορία των Ελλήνων της Μασσαλίας ως η «μικρή» εκκλησία των φτωχών.
Ο Λουκιανός Δεπούντης αποχώρησε από τη Μασσαλία το 1950 και λίγο μετά ανέλαβε καθήκοντα ως βοηθός ιερέα στη «μεγάλη» εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο πατέρας Κύριλλος Αργέντης.42 Ο νέος ιερέας δημιούργησε πολλές επαφές με τα μέλη της «μικρής» εκκλησίας η οποία αναγνωρίστηκε επισήμως από τον νέο Μητροπολίτη Γαλλίας Μελέτιο43 το 1963. Μετά την αναγνώριση της «μικρής» εκκλησίας, ο πατέρας Κύριλλος ζήτησε και έλαβε το δικαίωμα και την άδεια να υπηρετεί και εκεί. Έκτοτε οι ιερείς στη Μασσαλία ιερουργούσαν και στις δύο εκκλησίες. Η «μικρή» εκκλησία σταμάτησε να λειτουργεί το 2016 ενώ ο θρησκευτικός σύλλογος Ευαγγελισμός της Θεοτόκου διαλύθηκε το 2022.44

Επίμετρο: η διεύρυνση στη διοίκηση της Εκκλησίας και η νέα παροικία της Μασσαλίας
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να συμμετέχουν στο ΕΣ μέλη του ΔΣ της Ελληνικής Ένωσης Μασσαλίας, ανοίγοντας έτσι την πρόσβαση των προσφύγων και των μεταναστών της «μεσαίας τάξης» στη διοίκηση της Εκκλησίας. Σε λίγα χρόνια τα δύο συμβούλια αποτελούνταν από τα ίδια σχεδόν πρόσωπα, με λίγες εξαιρέσεις. Το 1968, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύθηκε η ACOG (Association Cultuelle Orthodoxe Grecque), ο εκκλησιαστικός σύλλογος που ανέλαβε τη διοίκηση της «μεγάλης» εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και που επισημοποίησε τον εκδημοκρατισμό στη διοίκησή της. Τα μέλη των παλαιών αρχοντικών οικογενειών παρέμεναν, αλλά πλέον εκλέγονταν στο νέο ΔΣ. Το 1970 δημιουργήθηκε ένα «υπερσυμβούλιο», το οποίο αποτελούνταν από τέσσερα μέλη από κάθε εκκλησία και λειτουργούσε ως επιτροπή συντονισμού. Η οικονομική διαχείριση και σταθερότητα των εκκλησιαστικών υποθέσεων παρέμεινε ευθύνη και καθήκον της οικογένειας Ζαρίφη που προέδρευε το ΔΣ. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες, αν και τελείως αφομοιωμένες πλέον στη γαλλική κοινωνία, παρέμειναν πάντα παρούσες, οικονομικοί αρωγοί της ορθόδοξης Εκκλησίας της Μασσαλίας με την παρουσία τους να εξακολουθεί να αποτελεί εγγύηση και ασφάλεια για την εποπτεία και την εύρυθμη λειτουργία της.
Μέσα στη δεκαετία του 1960 και με τον κατευνασμό των πολιτικών διαφορών ανάμεσα στα μέλη της παροικίας, η Ελληνική Ένωση Μασσαλίας, συγκέντρωσε στους κόλπους της τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της πόλης, καθώς και πολλά μέλη των παλιών αριστερών συλλόγων. Η σταδιακή αφομοίωση των προσφύγων και μεταναστών στη γαλλική κοινωνία ανέδειξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, περισσότερο τις ομοιότητες παρά τις διαφορές μεταξύ τους. Αυτή η συνοχή έγινε ιδιαίτερα εμφανής στη δεύτερη και τρίτη γενιά, που σιγά-σιγά αναλάμβανε τη σκυτάλη στα παροικιακά δρώμενα. Τα κοινά σύμβολα και οι παραστάσεις, η Ορθοδοξία, η εξιδανικευμένη εικόνα της μακρινής πατρίδας συχνά μέσα από στερεότυπα, το αίσθημα της κληρονομιάς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η αντιπροσώπευση αυτού του πολιτισμού στη Μασσαλία ακόμη και η κληρονομιά της ίδρυσης της πόλης από τους Φωκαείς45 αποδείχθηκαν τελικά ισχυρότεροι δεσμοί από τις ενδοκοινοτικές διαφορές.

Η ελληνική παροικία της Μασσαλίας συνέχισε την πορεία της μέσα στον χρόνο, προσαρμοζόμενη στις νέες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Από το μεγάλο κύμα των οικονομικών και πολιτικών μεταναστών της περιόδου 1949-1977, στη Γαλλία ήρθαν μόνο μερικές χιλιάδες που βρήκαν κυρίως εργασία στις αυτοκινητοβιομηχανίες του Βορρά.46 Η συντριπτική πλειοψηφία της πνευματικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής ελίτ που εγκατέλειψε την Ελλάδα στην περίοδο της επταετούς δικτατορίας κατευθύνθηκε κυρίως στο Παρίσι και δεν επηρέασε τη σύνθεση των Ελλήνων της Μασσαλία. Κατά τη Μεταπολίτευση εντούτοις σηματοδοτήθηκε μία νέα εποχή στη συλλογική δραστηριότητα της πόλης με την ίδρυση το 1976 της Ελληνικής Κοινότητας Μασσαλίας, σημαντικού συλλόγου που δραστηριοποιήθηκε μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.


Στην πόλη σήμερα ζει πάντα ένας μικρός πυρήνας απογόνων των παλιών αριστοκρατικών οικογενειών, που είναι περήφανοι για την ελληνική καταγωγή τους και κινούνται στους γαλλικούς μεγαλοαστικούς κύκλους. Κάποιοι από αυτούς συνεχίζουν να ενισχύουν οικονομικά την ορθόδοξη Εκκλησία και συμμετέχουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις που έχουν στόχο την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Ο κύριος κορμός της πολυπληθούς ελληνικής παροικίας αποτελείται από απογόνους των προσφύγων και των μεταναστών του 1922, στους οποίους έχουν προστεθεί οι σποραδικοί μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου. Ο μεγαλύτερος ελληνικός σύλλογος της πόλης εξακολουθεί να είναι η Ελληνική Ένωση Μασσαλίας που αναπτύσσει έντονη πολιτιστική και φιλεκπαιδευτική δραστηριότητα. Απευθύνεται πλέον σε Έλληνες, Γάλλους ελληνικής καταγωγής καθώς και φιλέλληνες. Το 2024 γιόρτασε 80 χρόνια συνεχούς δραστηριότητας.
Η αναστολή λειτουργίας του ελληνικού Γενικού Προξενείου της Μασσαλίας το 2016, έπειτα από σχεδόν δύο αιώνες ιστορικής παρουσίας στην πόλη,47 αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τον Ελληνισμό της. Με τις τελευταίες μετρήσεις λίγο πριν την αποχώρηση των ελληνικών διπλωματικών αρχών, οι Έλληνες καθώς και οι Γάλλοι ελληνικής καταγωγής ανέρχονταν περίπου σε 8.000 στην ευρύτερη περιοχή της Μασσαλίας.
Από το 2010 και μετά και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, πολλοί εκπρόσωποι της «νέας Διασποράς» διπλωματούχοι εργαζόμενοι, έφτασαν και εγκαταστάθηκαν τόσο στη Μασσαλία όσο και σε κοντινές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Πρόκειται για έναν πληθυσμό που δεν έχει καταγραφεί ακόμη αλλά συμβάλλει στον εμπλουτισμό του ελληνικού στοιχείου της περιοχής, δημιουργώντας πολλαπλές αποχρώσεις ελληνικότητας και υλικό έρευνας για τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους του μέλλοντος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Σημειώσεις
- Echinard Pierre, Grecs et philhellènes à Marseille de la Révolution française à l’indépendance de la Grèce, Marseille , IHP, 1973., σ. 86 – 88 ↩︎
- Οι αρχοντικές χιώτικες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Μασσαλία μετά τους πρωτοπόρους Πρασσακάκη, Ράλλη και Αργέντη ήταν οι οικογένειες Ροδοκανάκη, Σκαραμαγκά, Πετροκόκκινου, Σεβαστόπουλου, Βλαστού και Σεκιάρη. Από την Κωνσταντινούπολη ήρθαν οι οικογένειες Ζαρίφη-Ζαφειρόπουλου και από την Κεφαλονιά οι οικογένειες Βαλλιάνου, Μεταξά και Ροσόλυμου, για να αναφέρουμε τις πιο σημαντικές. ↩︎
- Ο Ελληνικός Σύλλογος Μασσαλίας, ιδρύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου το 1871, από 83 επίλεκτα μέλη της ελληνικής αποικίας. Κύριοι στόχοι του ήταν « η συνένωσις των Ελλήνων κατοικούντων εις την πόλιν ταύτην» και « Η βελτίωσις και η πνευματική πρόοδος του Έθνους μας». Διαλύθηκε το 1888. βλ. ΝΑΜ 4Μ737 και Μουσικούδη Ιωάννα, Συλλογική οργάνωση και ελληνική Διασπορά: Η Μασσαλία κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα μέσα από επίσημες αρχειακές πηγές και μαρτυρίες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2025, σ. 111-113. ↩︎
- Οι πρόσφυγες αρχικά οδηγήθηκαν σε πρόχειρους καταυλισμούς στα στρατόπεδα «Incurables», «St. Marthe», «Mirabeau» και «Oddo». Ο στρατός και οι νομαρχιακές αρχές ανέλαβαν την αντιμετώπιση των πρώτων αναγκών στέγασης, σίτισης και περίθαλψής τους. Μουσικούδη Ι., «Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Μασσαλία: η Μικρασιατική Καταστροφή μέσα από τα αρχεία της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας» ΔΠΘ /ΣΚΑΣ Επιστημονική επετηρίδα τόμος Β΄(2022-2023) σ. 419 https://classic.duth.gr/wp-content/uploads/2023/05/ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ-ΣΚΑΣ-Β΄-ΤΟΜΟΣ-2022- 2023.pdf ↩︎
- Η συγχώνευση των δύο κυμάτων διαπιστώνεται και από τους κώδικες γάμων και βαφτίσεων στα ΑΕΟΕΜ. Μέχρι το 1927 υπερτερούν οι γάμοι μεταξύ Δωδεκανησίων. Οι γάμοι ανάμεσα σε Μικρασιάτες και Δωδεκανήσιους πληθαίνουν προοδευτικά, ενώ από το 1940 και μετά υπερτερούν οι μικτοί γάμοι με Γάλλους/Γαλλίδες, καταδεικνύοντας την σταδιακή αφομοίωση των Ελλήνων στη γαλλική κοινωνία. Μουσικούδη Ι., «Μικρασιάτες πρόσφυγες…» ό. π. σ. 415 – 416. ↩︎
- Μουσικούδη Ι., Συλλογική οργάνωση και ελληνική Διασπορά… ο. π. σ. 31. ↩︎
- Δ. Π. Παπαδοπούλου, «Γαλλία» στο Ιωαννης Χασιωτης, Ολγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Αμπατζή (επιμ.), Οι Ελληνες στη Διασπορά 15-21ος αι. Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων, 2006 σ.106-115. ↩︎
- Οι υπογράφοντες ήταν: Π. Αργέντη και Συντροφία, Θ. Όμηρος, Θ. Ράκος, οι Αδελφοί Πρασσακάκη, Α. Καπούδας, Θεοδοσιάδης και Γ. Ψύχας. AEOΕM συσκέψεις της 29ης Οκτωβρίου της 1ης Δεκεμβρίου του 1820. ↩︎
- Για την ίδρυση της ελληνικής Κοινότητας της Μασσαλίας του 19ο αιώνα, βλ.: ACCIMP Φάκελος M3110 Pierre Leris la Colonie grecque à Marseille 20/8/1913, Echinard P., Grecs et philhellènes à Marseille de la Révolution française à l’indépendance de la Grèce, Marseille, Institut historique de Provence, 1973, σ. 86 -88, Paris E., Marseille et Hellénisme (XIXe et début du XXe siècle), Éditions de l’Académie d’Athènes, Athènes 2010, σ. 57 –61 Calapodis M., La Communauté grecque à Marseille : Genèse d’un paradigme identitaire (1793 – 1914), L’Harmattan Paris 2010 σ. 90 Grenet M., «La Fabrique Communautaire. Les Grecs à Venise, Livourne et Marseille, v.1770-v.1830», (PhD diss., IUEF 2010) σ. 88 και 218 και Ε. Δ. Πρόντζας Από την Ενορία στο Χρηματιστήριο: Η Ελληνική Κοινότητα της Μασσαλίας (1820 – 1910) εκδ. Παπαζήση Αθήνα 2004 σ. 110 – 111. ↩︎
- Ο Κανονισμός του 1820 αναθεωρήθηκε το 1855, το 1900 και το 1913, ενώ στη συνέχεια γίνονταν προσθαφαιρέσεις άρθρων. Ο Κανονισμός του 1913 εκδόθηκε σε φυλλάδιο το 1931 και ίσχυσε μέχρι το 1968. βλ. Κανονισμός της εν Μασσαλία Ορθοδόξου Ανατολικής των Ελλήνων Εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Τύποις Ηλιάδου & Σώμου, Πειραιεύς 1931. ↩︎
- Ο αριθμός των επιτρόπων και των συμβούλων καθώς και η διάρκεια θητείας τους καθορίζονταν κατά τις τροποποιήσεις των σχετικών άρθρων του Κανονισμού. Οι εισφοροθέτες είχαν ως ρόλο να καθορίζουν το ακριβές ποσό των εισφορών των μελών της Εκκλησίας. ↩︎
- Για τον κυρίαρχο ρόλο των οικογενειακών σχέσεων στα ελληνικά εμπορικά δίκτυα βλ. Τζ. Χαρλαύτη «Εμπόριο και Ναυτιλία το 19ο αι.» Μνήμων 15, 1993 σ. 71-90. ↩︎
- Calapodis M. La Communauté… ο.π. σ. 177 – 178. ↩︎
- Κωνσταντίνος Γ. Μελάς (1816 -1908) Αδελφός του Μιχαήλ και του Λέοντος που εμπορευόταν στη Μασσαλία. Απεβίωσε στη Μασσαλία στις 18-31/05/1908. ΑΕΟΕΜ κηδεία 405/1908. Σε πηγές αναφέρεται λανθασμένα ως έτος θανάτου του το 1905. ↩︎
- AEOΕM ΓΣ από 1/01/1865 και 26/12/1865 Βλ. επίσης Calapodis M., La Communauté Grecque… ο.π. σ.182 και Πρόντζας Ε. Από την Ενορία στο Χρηματιστήριο… ό.π. σ. 104. ↩︎
- « […] οι Επίτροποι ποιούν μνείαν προς την συνέλευσιν της υφισταμένης ανάγκης του διακανονίσαι την θέσιν των Κτημάτων της Εκκλησίας σχετικώς ως προς τον νέον Νόμον […] Οι Κύριοι Επίτροποι εν ονόματι της Κοινότητος απετάθησαν εις τον οίκον των Κυρίων Αδελφών Ράλλη προς το πρόσωπον του αρχηγού των Κυρίου Στεφάνου Ράλλη εις Λονδίνον, τον παρεκάλεσαν να συγκατανεύση όπως τα κτήματα της Εκκλησίας τεθώσιν εις το όνομα του εμπορικού του οίκου. Του Κου Σ. Ράλλη συγκατανεύσαντος προτείνεται η αξουσιοδότησις» AEOΕM ΓΣ από 29/12/1901 επίσης Πρόντζας Ε. Από την Ενορία στο Χρηματιστήριο… ό.π. σ. ↩︎
- Η περιουσία της Εκκλησίας αποτελούνταν από το κτίριο της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το παρακείμενο κτίριο στην οδό 19, rue de la Rotonde που αγοράστηκε από το ΕΣ το 1881. AEOΕM ΓΣ από 3- 15/03/1880 και 27/12/1881. ↩︎
- AEOΕM ΓΣ από 22/12/ 1924 Η περιουσία της Εκκλησίας ήταν κατατεθειμένη σε λογαριασμό με την επωνυμία « Π. Ζαρίφη και Υιοί για Λογαριασμό της Ελληνικής Εκκλησίας ». ↩︎
- ΑΕΟΕΜ καταστατικό της Association Cultuelle Orthodoxe Grecque de la Dormition de la Vierge (ACOG) 31/10/1968 και ΕΕΓΔ N° 10454/-7/11/1968. Η ACOG ιδρύθηκε ως «Εκκλησιαστικός Σύλλογος (Ενορία), που διέπεται από τους νόμους της 1ης Ιουλίου 1901, της 9ης Δεκεμβρίου 1905 και από την εγκύκλιο της 31ης Μαρτίου 1906». Η έδρα της βρίσκεται πάντα στο κτήριο της ελληνορθόδοξης εκκλησίας στο N° 23 rue de la Grande Armée. ↩︎
- AEOΕM ΓΣ από 26/12/1857. Πρβλ. Ε. Πρόντζας Από την Ενορία ό.π., σ. 321, Μ. Calapodis Les Grecs de Marseille… ό.π., σ.259, Μ. Calapodis La Communauté… ό.π., σ. 183-185. ↩︎
- ΑΕΟΕΜ Αρχεία Φιλοπτώχου 1922 « Compte des Réfugiés et des Réchappés des massacres de Smyrne». ↩︎
- ΑΕΟΕΜ Πρακτικά Φιλοπτώχου, απολογισμός 1928. ↩︎
- Ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος Άγιος Γεώργιος δηλώθηκε στη Νομαρχία BdR στις 14/06/1954 και η δήλωση ίδρυσής του δημοσιεύθηκε στην ΕΕΓΔ N° 5904-20/06/1954. ↩︎
- Η διάλυση του συλλόγου δηλώθηκε στις 21/12/2022 και δημοσιεύθηκε στην ΕΕΓΔ Ν°1/ έτος 154ο-4/01/2022. ↩︎
- Τον Ιανουάριο του 1915 αναφέρονται ήδη 500 εθελοντές Έλληνες να πολεμάνε στα γαλλικά χαρακώματα «Περήφανοι που αγωνίζονται για την πιο όμορφη χώρα του κόσμου και με συνείδηση ότι υπηρετούν την τιμή της Ελλάδας αγωνιζόμενοι για τη Γαλλία» Επικεφαλής αυτών των εθελοντών ήταν ο Αλέξανδρος Σαμάκης από τη Μασσαλία. « Le petit Marseillais » από 18/01/1915. Για τη συμμετοχή των Ελλήνων εθελοντών στο πλευρό της Γαλλίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλ. Λεμονίδου Ε., «Έλληνες Εθελοντές στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου» και Μανιτάκης Ν., «Πολεμούντες δια την Γαλλίαν Πολεμούμε δια την Ελλάδαν» στο Εθνική συστράτευση και διεθνιστική αλληλεγγύη εκδ. Επίκεντρο Αθήνα 2022 σ. 129-154 και 155-194 αντίστοιχα. ↩︎
- Xavier Daumalin – Jean Domenichino Le Front populaire: Marseille et sa région,1936 (Το Λαϊκό Μέτωπο: Μασσαλία και η γύρω περιοχή, 1936) Éditions J. Laffitte, Marseille 2006, p. 53-55. ↩︎
- Ο σοσιαλιστής Henri Tasso (1882-1944), γιος Ιταλού μετανάστη που γεννήθηκε στις φτωχές συνοικίες της Μασσαλίας, ήταν δήμαρχος της Μασσαλίας την περίοδο 1935-1939. ↩︎
- Confédération Générale du Travail Unitaire (CGTU) συνδικαλιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1921 από μια μειοψηφία κομμουνιστών στους κόλπους της CGT. Το 1936, με την επικράτηση του Λαϊκού Μετώπου, η CGT και η CGTU επανενώθηκαν. ↩︎
- Για την ίδρυση της ΕΓΕΣΕΕ και της Ναυτεργατικής Ένωσης Ελλάδος βλ. Alexander Kitroeff “The Greek Seamen’s Movement, 1940–1944”, Journal of Hellenic Diaspora, vol. 7, fall/winter 1980 σ. 80. ↩︎
- Πρβ. Gelina Harlaftis, Α Ηistory of Greek-Owned Shipping. The Making of an International Tramp Fleet, 1830 to the present day, London, Routledge, 1996 σ. 250 και Α. Kitroeff, “The Greek Seamen’s Movement, 1940–1944” ό.π. σ. 81. ↩︎
- Παλαιολογόπουλος Μ., Έλληνες αντιφασίστες εθελοντές… ο.π. σ. 23-24. ↩︎
- Υπάρχουν πολλές πηγές για την ιστορία ίδρυσης, δράσης και προσφοράς της ΟΕΝΟ στο ναυτεργατικό κίνημα,. Βλ. ενδεικτικά Kitroeff A., “The Greek Seamen’s Movement, 1940–1944”, ο.π., https://ethniki-antistasi-dse.gr/oeno.html, http://www.pemen.gr/files/PDF/OENO.pdf, και Αντ. Αμπατιέλος Μια ζωή στον αγώνα Σύγχρονη Εποχή, 1996. ↩︎
- Για εκτενέστερη αναφορά στην δραστηριοποίηση της ΔΕΕΓ κατά το Μεσοπόλεμο βλ: Κ. Καρπόζηλος «Απόπειρες συγκρότησης του ελληνικού Λαϊκού Μετώπου, Η Δημοκρατική Ένωση Ελλήνων Γαλλίας», Αρχειοτάξιο 10 (2008), σ. 37-53. ↩︎
- Κ. Καρπόζηλος ό. π. σ. 45. ↩︎
- Μουσικούδη Ι., Συλλογική οργάνωση..ο.π. σ. 133 κ. εξ. ↩︎
- «Comité de Libération Hellénique de Marseille», «Union des Patriotes Hellènes de Marseille et de sa Région» και «Communauté Grecque de Marseille et des Environs». ↩︎
- Ο Λουκιανός (κατά κόσμον Διονύσιος) Δεπούντης (1912 – 1973), με καταγωγή από την Κεφαλονιά, ήταν χωρίς αμφιβολία μία ιδιαίτερη και πολυσύνθετη προσωπικότητα. Ιδεολόγος, προοδευτικός, εξαιρετικά καλλιεργημένος, μιλούσε άπταιστα τρεις γλώσσες και είχε συγγράψει αρκετές μελέτες και βιβλία. Παρ’όλα αυτά ήταν συναισθηματικά ασταθής. Πολλές φορές άλλαξε στάση, «ομολόγησε τα σφάλματά του» και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του από το μητροπολίτη, και από τις διπλωματικές αρχές. Μετά την αποχώρησή του από τη Γαλλία, έλαβε συγχώρεση από την Επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία και επανήλθε στα ιερατικά του καθήκοντα. Εγκατέλειψε όμως οριστικά την ιεροσύνη, παντρεύτηκε το 1968 και εγκαταστάθηκε στη Ρόδο όπου εργάστηκε στον τομέα του τουρισμού, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε ανθρωπιστικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Μουσικούδη Ι., Συλλογική οργάνωση..ο.π. σ. 224. Περισσότερα στοιχεία για το βίο και τα έργα του Λουκιανού Δεπούντη βλ. Παΐσης Αθ. Κώστας,
«Ο Αρχιμανδρίτης Λουκιανός Δεπούντης» Ιστόρηση, Επιθεώρηση Δήμου Λίμνης Πλαστήρα Καρδίτσας/θέματα Τοπικής Ιστορίας – Έτος 2, Ν°3, Δεκ. 2022, σ. 68-90 https://plastiras-ota.gr/wp-content/uploads/2022/12/ΙΣΤΟΡΗΣΗ-ΤΕΥΧΟΣ- 3.pdf. ↩︎ - AEOEM ΓΣ από 30/12/1946. ↩︎
- Γεώργιος Ν. Χατζηγεωργιάδης (1899- ;), αριστερός λόγιος, συγγραφέας και ποιητής από το Ικόνιο της Μ. Ασίας ένα από τα ψευδώνυμα του οποίου ήταν «Μανάρας». Από τις πιο αινιγματικές και σημαντικές προσωπικότητες της συλλογικής οργάνωσης των Ελλήνων της Μασσαλίας. Ως αριστερός ακτιβιστής, σύνδεσμος των κομμουνιστών ναυτικών της πόλης, λόγιος, ποιητής και καθηγητής ελληνικών, εντυπωσίασε πολλούς συγγραφείς της εποχής του, οι οποίοι έγραψαν γι’ αυτόν στα βιβλία τους. Ο Ασημάκης Πανσέληνος τον αποκάλεσε «ο ναύτης της Μασσαλίας». Ο Στρατής Τσίρκας, στο μυθιστόρημά του «Αριάγνη» και δια στόματος του Μάνου, του πρωταγωνιστή του βιβλίου, αποκάλεσε τον Μασσαλιώτη ναυτικό ποιητή Μανάρα «καθηγητή». Το ποιητικό του έργο έχει αναλυθεί σε πολλές μελέτες για τη λογοτεχνία των Ελλήνων της διασποράς και την αριστερή λογοτεχνία του Μεσοπολέμου. Λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων δεν αναγνωρίστηκε όσο ζούσε από τους σύγχρονους διανοούμενους της πόλης. ↩︎
- Λουκιανού Δεπούντη Οι Αραμαίοι Οίκος Σχοινά Εν Βόλω, 1950 σ. 77 πρβλ. Κώστας Αθ. Παΐσης « Ο Αρχιμανδρίτης Λουκιανός Δεπούντης» Ιστόρηση Επιθεώρηση Δήμου Λίμνης Πλαστήρα Καρδίτσας/θέματα Τοπικής Ιστορίας – Έτος 2, Ν° 3, Δεκέμβριος 2022 σσ. 68 – 90 σ. 84. ↩︎
- Γερμανός Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας (1872-1951). Πριν από την ίδρυση της Ελληνορθόδοξης Επισκοπή Γαλλίας, το 1963, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Μασσαλίας εξαρτιόταν από την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Δυτικής Ευρώπης, γνωστή ως «Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας». Ο Γερμανός, (Γεώργιος Στρινόπουλος) εξελέγη Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας το 1922. Είχε επισκεφτεί τη Μασσαλία το 1938, το 1945 αμέσως μετά την Απελευθέρωση, το 1949, καθώς και το 1951 λίγο πριν το θάνατό του. ↩︎
- Αργέντης Λ. Παντελής /πατέρας Κύριλλος (1918 – 1994). O πατέρας Κύριλλος Αργέντης υπήρξε εμβληματική μορφή της Ορθοδοξίας στη Γαλλία και της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Μασσαλίας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Γιος του Λεωνίδα Αργέντη (1882-1956) και της Ελένης – Όλγας (Nellie) Ζαρίφη (1891-1979), ήταν μέλος των ισχυρών αρχοντικών ελληνικών οικογενειών της Μασσαλίας. Ήταν μοναχός και ιερέας στη Μασσαλία για περισσότερα από 40 χρόνια. Πραγματοποίησε τεράστιο φιλανθρωπικό έργο διαθέτοντας τη μεγάλη περιουσία του για τους φτωχούς. Το 1978 ίδρυσε το γαλλικό ορθόδοξο παρεκκλήσι του St. Irénée όπου η λειτουργία ψάλλεται στα γαλλικά. Ίδρυσε επίσης την Ορθόδοξη Νεολαία του Νότου (Jeunesse Orthodoxe du Midi), ενώ ήταν συνιδρυτής του Radio-Dialogue, του οικουμενικού ραδιοφωνικού σταθμού στη Μασσαλία. Ήταν μέλος πολλών ανθρωπιστικών οργανώσεων. Για τη ζωή και το έργο του υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία.
Βλ. ενδεικτικά: https://www.st-irenee.fr/le-fondateur-de-la-paroisse/ ↩︎ - Ο Μητροπολίτης Μελέτιος Καραμπίνης (1914-1993), με καταγωγή από την Καλαμάτα, ήρθε στη Γαλλία το 1946 και διορίστηκε βοηθός ιερέας στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι. Το 1950 έγινε πρωτοπρεσβύτερος του ορθόδοξου καθεδρικού ναού στο Παρίσι. Το 1953 χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και της Εξαρχίας Δυτικής Ευρώπης με τον τίτλο του Επισκόπου του Reggio. Το 1963 επιλέχθηκε ως πρώτος Μητροπολίτης Γαλλίας και Έξαρχος Βελγίου, Λουξεμβούργου, Ισπανίας και Πορτογαλίας. (Πηγή: Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως). ↩︎
- Πράξη διάλυσης από 30/11/2022 και δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Κυβέρνησης στις 27/12/2022 https://www.journal-officiel.gouv.fr/pages/associations-detail-annonce/?q.id=id:202200520222 ↩︎
- Για το αίσθημα του «κληρονόμου του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού» στους πρόσφυγες και μετανάστες της Μασσαλίας βλ. Mousikoudis – Hatterer I., Une amitié francohellénique dans le Marseille de l’après-guerre. Gaussen, Marseille, 2022 σ. 134-135. ↩︎
- 9.829 σύμφωνα με την Ελληνική Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. Michel Bruneau «Une immigration dans la longue durée : la diaspora grecque en France» Espace Populations Sociétés Année 1996 2-3 σ. 493. ↩︎
- Το Ελληνικό γενικό Προξενείο Μασσαλίας άρχισε να λειτουργεί το 1833 με τον διορισμό του Étienne Escalon, Γάλλου, με καταγωγή από τη Σμύρνη ταυτόχρονα ως επίτιμου προξένου της Ελλάδας και του Βελγίου. Το 1836 ο Escalon αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Ζιζίνια, έμπορο από τη Χίο. Το 1868 ο Ζιζίνιας αντικαταστάθηκε από τον Ανδρέα Ανάργυρο, που ήταν ο πρώτος πρόξενος στη Μασσαλία, ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας. Τον Ιούλιο του 1942 το Προξενείο έκλεισε λόγω του πολέμου. Κατά την περίοδο του καθεστώτος του Vichy δημιουργήθηκε το Γραφείο Διοίκησης Ελλήνων Μασσαλίας (Bureau d’Administration des Grecs de Marseille) Αντιπρόσωπος και διευθύνων για τους Έλληνες της Μασσαλίας ορίστηκε ο Γεώργιος Π. Ζαφειρόπουλος. Το 1944 ανέλαβε ως υποπρόξενος να ανοίξει το Προξενείο ο Μιλτιάδης Α. Μηταράγγας μέχρι την άφιξη λίγους μήνες μετά του Παναγιώτη Τριγγέτα, πρώτου μεταπολεμικού γενικού προξένου στη Μασσαλία. Βλ. Μουσικούδη Ι., Συλλογική οργάνωση..ο.π. σ. 40 και 307. ↩︎