Μία από τις πολλές «καινοτομίες» που επανέρχονται συχνά στον διάλογο που αφορά την ελληνική εκπαίδευση είναι και η θεσμοθέτηση της «περιγραφικής αξιολόγησης» αντί της ισχύουσας αριθμητικής. Με αφορμή τη σχετική συζήτηση, θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς εάν υπάρχει στην ελληνική εκπαίδευση κάποιο προηγούμενο καταγραφής περιγραφικών αξιολογικών κρίσεων για τους μαθητές. Πράγματι, στο πλαίσιο μιας έρευνας που αφορά τη σχολική παραβατικότητα και πειθαρχία στο Γυμνάσιο Ναυπλίου επί Όθωνα (Χατζηαναστασίου, 2017),1 εντοπίζει κανείς τέτοιες κρίσεις στις ετήσιες εκθέσεις προόδου. Οι κρίσεις αυτές αφορούν τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά αλλά και το νοητικό επίπεδο των μαθητών και παρότι λακωνικές στην πλειοψηφία τους, καθώς συνήθως περιορίζονται σε ένα ή δύο επίθετα, ξαφνιάζουν συχνά για την ευρηματικότητα, αν όχι και την ωμότητά τους. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις συνοδεύονται και από ορισμένες παρατηρήσεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του μαθητή.
Τις πρώτες σχετικές καταγραφές τις εντοπίζουμε στην έκθεση του Διευθυντή του Γυμνασίου Ναυπλίου Λεοντίου Αναστασιάδη προς το Υπουργείο («Γραμματεία» τότε) για το χειμερινό εξάμηνο του σχολικού έτους 1836-1837.2 Ο Αναστασιάδης και παρά τα όσα είχαν προηγηθεί στα τέλη του έτους με τοιχοκολλημένα σατιρικά κείμενα μαθητών σε βάρος του Διευθυντή και ορισμένων καθηγητών (Χατζηαναστασίου 2017: 27-32), γράφει πως: «οὐδείς τῶν μαθητῶν εἶναι ἐπί τοῦ παρόντος ἐπιλήψιμος ἀλλ’ ἅπαντες εἶναι χρηστοήθεις καί κατά πάντ’ ἀξιοσέβαστοι. Τινές δέ μόνον παραμελοῦσι ἐνίοτε τά χρέη των ἤ δι’ ἄνοιαν εἴτε ἐξαιτίας τῶν γονέων οἵτινες ἀποστέλλοντες τούς υἱούς των ἐπί παιδείᾳ τοῖς ἐπιφορτίζουσι καί οἰκιακάς ὑποθέσεις δικανικάς καί ἐμπορικάς καί οὕτως τοῖς ἀπασχολοῦσι. Τό δεινότατον ὅμως εἶναι ὅτι διά τἠν ἔνδειαν πολλοί χρηστάς ἐλπίδας διδόντες, δέν ἐπιμένουσιν μέχρι τέλους ἀλλά μέσων τῶν μαθημάτων ἀνάστατοι ὑπό τῆς ἀπορίας προστρέχουσι πρός πορισμόν τῶν ἐπιουσίων». Έχουμε έτσι μία από τις πρώτες, αν όχι την πρώτη, ταξική ερμηνεία της εγκατάλειψης του σχολείου από τους φτωχότερους μαθητές ενώ αποδίδονται και ευθύνες στους γονείς που αναθέτουν στους μαθητές τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους. Όσον δε αφορά την «ἄνοιαν» ορισμένων μαθητών θα πρέπει να θεωρήσουμε το ουσιαστικό μάλλον συνώνυμο της ανοησίας παρά κάποια σοβαρότερη εκτίμηση του νοητικού τους επιπέδου.

Στην αντίστοιχη έκθεση για το τέλος της σχολικής χρονιάς, ο διευθυντής προβαίνει σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις που αφορούν κυρίως την ευφυΐα του κάθε μαθητή και τις μαθησιακές του δυνατότητες και δευτερευόντως το ήθος του. Οι έξι μαθητές της Γ΄, όπως επίσης και οι 14 μαθητές της Β΄ τάξης του Γυμνασίου, εμφανίζονται όλοι «χρηστοήθεις». Αντίθετα, ανάμεσα στους εννέα μαθητές της Α΄ τάξης, οι Θεόδωρος Ορφανίδης και Ηλίας Ευσταθόπουλος χαρακτηρίζονται «εὐφυέστατοι ὅσον ὀλίγοι, ἀμελεῖς ὅμως ἴσως ὅσον οὐδείς»3 ενώ και το επόμενο έτος για τους δύο αυτούς μαθητές υπάρχει η σημείωση: «εὐφυής ἀλλά μεμπτός».4

Αναλυτικότερη περιγραφική αξιολόγηση του νοητικού επιπέδου και του ήθους των μαθητών συναντάμε στον Ονομαστικόν Κατάλογον του Ελληνικού Σχολείου Ναυπλίου5 με τα αποτελέσματα των εξετάσεων του τέλους της σχολικής χρονιάς 1837-18386 και συγκεκριμένα στη στήλη με τίτλο: «Ποιότης». Δίνεται δηλαδή ένας χαρακτηρισμός που επιχειρεί να αποδώσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μαθητή. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί άλλοτε είναι μονολεκτικοί άλλοτε περιφραστικοί ενώ δεν λείπουν και οι προσπάθειες ερμηνείας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευτεί η στάση του μαθητή. Για παράδειγμα έχουμε την εξής πολύ χαρακτηριστική επισήμανση: «ἡ ἀπουσία τοῦ πατρός βλάπτει εὐφυές παιδίον» που αφορά τον γιο στρατιωτικού ενώ για άλλον σημειώνεται: «μέτριος καί ἄμεμπτος, ἀλλ’ ἡ ἡλικία ἴσως δυσανάλογος πρός τῶν παιδίων», και για έναν τρίτο: «εὐφυές παιδίον ἀλλά ἀπασχολούμενον ὑπό τοῦ πατρός» που όπως είδαμε και παραπάνω αποτελεί έναν από τους λόγους σχολικής αποτυχίας και διαρροής.
Ενδιαφέροντες επίσης είναι και οι παρακάτω χαρακτηρισμοί και επισημάνσεις: «ἄμεμπτος, ἀλλά ἀπορῶ διατί δέν προήχθη», «εὐφυές καί φιλόμουσον παιδίον», «ἐπιμελής καί ἄμεμπτος», «εὐφυής και ὁπωσοῦν ἐπιμελής», «μέτριοι τόν νοῦν, ἀλλά προσεκτικοί». Χαρακτηριστικό το σχόλιο: «εὐφυής, ἐπιμελής, ἀλλά βραδύγλωσσος» καθώς το τραύλισμα φαίνεται πως θεωρούνταν σοβαρό μειονέκτημα και όχι μια διαταραχή λόγου ή σύμπτωμα κάποιας ψυχολογικής πάθησης. Ανάμεσα σε αυτούς τους σχετικά επαινετικούς χαρακτηρισμούς, υπάρχουν και ορισμένοι που σήμερα θα θεωρούνταν οπωσδήποτε το λιγότερο «αντιπαιδαγωγικοί», όπως: «ἐπιμελής μέν, παχύς δέ τόν νοῦν», αναφέρεται για κάποιον μαθητή. Εντύπωση προκαλεί ο αδιανόητος για τα σημερινά δεδομένα χαρακτηρισμός για ορισμένους μαθητές: «ἴσος τῷ μηδενί» που αφορά την επίδοσή τους στα μαθήματα. Ειλικρινής αν μη τι άλλο…

Αλλά αυτοί δεν είναι οι μοναδικοί αρνητικοί χαρακτηρισμοί της συμπεριφοράς και στάσης των μαθητών το 1838 από τη στήλη: «ποιότης». Αντίθετα, θα λέγαμε ότι υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία χαρακτηρισμών: «ἀμελέστατος», «άνάλγητος» (για τρία παιδιά), «ἄθλιος», «ἀνάλγητος καί ἀσυμβούλευτος» (για δύο μαθητές), «ἀμελέστατον ὡς ἔκδοτον εἰς παίγνια» (για δύο μαθητές), «ἀφυής καί ψυχρός πρός παιδεία», «ψυχρότατος» ενώ κάποιος μαθητής χαρακτηρίζεται: «εὐφυής ἀλλά φίλος τοῦ παίζειν», άλλος: «ἐπιμελές παιδίον ἀλλ’ ἔτι παιδίον» και ένας άλλος «ψυχρός καί νωθρός ἐκ φύσεως». Προφανώς, το παιχνίδι θα θεωρούνταν εντελώς ασύμβατο με το σχολικό περιβάλλον, οπότε η ροπή ενός παιδιού προς το παιχνίδι σημειώνεται ως ανεπιθύμητη συμπεριφορά χωρίς να δίνονται περισσότερα στοιχεία για το πόσο δυσλειτουργική μπορεί να είναι αυτή. Γενικότερα, δεν έχουμε καμία άλλη πληροφόρηση που να δικαιολογεί τον κάθε χαρακτηρισμό. Ούτε μπορούμε φυσικά να αξιολογήσουμε την αντικειμενικότητά τους. Έτσι μένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα όπως: το πώς χαρακτηρίζεται: «ἀνάλγητο» ένα παιδί; Ποιά είναι δηλαδή η συμπεριφορά που δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτηρισμό; Αντίστοιχη απορία γεννάται και για τα όσα αφορούν την «ψυχρότητα»: πώς ορίζεται και ποιά είναι η συμπτωματολογία της δεν γνωρίζουμε.

Οπωσδήποτε απουσιάζει παντελώς αυτό που θα λέγαμε «λεπτότητα» ή «τακτ» στην απόδοση χαρακτηρισμών ούτε λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες που θα έχουν αυτοί στην ψυχολογία του μαθητή, κάτι στο οποίο αποδίδεται σήμερα τεράστια σημασία. Από την άλλη μεριά, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς την προσπάθεια να αποδοθούν με ειλικρίνεια και ακρίβεια το νοητικό επίπεδο, η επιμέλεια και το ήθος του κάθε μαθητή. Παρόλα αυτά ο προκλητικά, για τα σημερινά δεδομένα, προσβλητικός χαρακτηρισμός «ἠλίθιος» για μαθητή που έχει καταγραφεί στον ονομαστικό κατάλογο της Α΄ τάξης του Ελληνικού Σχολείου για το τέλος του σχολικού έτους 1836-1837, δεν επαναλαμβάνεται τα επόμενα έτη.7
Σε ό,τι αφορά το Μαθητολόγιο του Ελληνικού Σχολείου του σχολικού έτους 1838-1839, έχουμε μόνον για τους 18 μαθητές της Γ΄ τάξης χαρακτηρισμό της «ποιότητος». Για τις μικρότερες δύο τάξεις, έχουμε μόνο τις γενικές παρατηρήσεις του διευθυντή Λεοντίου Αναστασιάδη. Για μεν τη Β΄ τάξη η έκθεση του διευθυντή έχει ως εξής: «Περί δέ τῆς ἠθικῆς των καταστάσεως οἱ μέν προβιβαστοί εἶναι οἱ μέν εὐφυεῖς, οἱ δέ ἐπιμελείς, οἱ δέ ἀμφότεροι καί γενικότερον εἶναι πάντες χρηστοήθεις, ἐξαιρουμένων τινῶν παιδαριωδῶν ἀνοησιῶν». Για την Α΄ τάξη σημειώνονται τα εξής: «Περί δέ τῆς διαγωγῆς των, ἡ τῶν πλειόνων, οἷα κατ’ οἶκον, τοιαύτη καί ἐν τῷ σχολείῳ, τῶν μέν καλῶς ἀγομένων, χρηστή, τῶν δέ μή καλῶς, ἄτακτος, καί ἀνοησιῶν παιδαριωδῶν πλήρης. Καί εἰς τούτο σπεύδω, ὅσον δύναμαι, νά σωφρονίσω τούς ἀτακτοῦντας καί ἡμέραν ἐξ ἡμέρας βλέπω καί αἴσια ἀποτελέσματα». Εδώ ο διευθυντής χρησιμοποιεί ηπιότερους χαρακτηρισμούς απ’ αυτούς που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του Μαρτίου προς το Υπουργείο όπου χαρακτηρίζει τους γονείς «δίποδα αδέσποτα»! Το γεγονός ότι το διάστημα στο οποίο ο διευθυντής βλέπει «αίσια αποτελέσματα», υπήρχε μεγάλη αναστάτωση στο σχολείο, μάς υποβάλλει τη σκέψη ότι υπάρχει η εύλογη τάση να ωραιοποιείται η κατάσταση και να μην αναφέρονται προς τους προϊσταμένους τα υπαρκτά προβλήματα.8 Μάλλον διαχρονικό το φαινόμενο στο ελληνικό δημόσιο και δη στην ελληνική εκπαίδευση.
Στην ίδια έκθεση μπορούμε να συσχετίσουμε τον χαρακτηρισμό της «ποιότητος» με το επάγγελμα του πατέρα. Σε ό,τι αφορά τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς, επιρρεπείς στην αταξία φαίνεται πως ήταν οι δύο γιοι οινοπωλών από την Τρίπολη αφού ο μεν πρώτος χαρακτηρίζεται: «εὐφυής μέν, ἀλλά ἀνόητος καί ἄξεστος», ο δε άλλος: «ἀτακτότατος ὡς ταραξίας». Κανείς από τους δύο δεν εμφανίστηκε στις εξετάσεις. «Μέτριος καί ἐπιλήψιμος» ο γιος του εμπόρου Μερίκα από τη Λακωνία. «Εὐφυής ἀλλά ἄτακτος» ο γιος του «κτηματικού» Μαργέλη από την Τρίπολη. «Εὐφυής ἀλλά μεμπτός» χαρακτηρίζεται και πάλι ο Ηλίας Ευσταθόπουλος από το Άργος που έχει απασχολήσει επανειλημμένα τον σύλλογο. Τέλος, «ἐπιπόλαιος καί ἄκριτος» χαρακτηρίζεται ο γιος ιερέα από την Γόρτυνα. Ωστόσο, κάθε γενίκευση που αφορά αυτές τις συσχετίσεις θα ήταν αυθαίρετη.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των Συλλόγων Διδασκόντων και τις εκθέσεις του διευθυντή του Γυμνασίου Ναυπλίου προς το αρμόδιο Υπουργείο, δείχνουν ότι η περιγραφική αξιολόγηση στην ελληνική εκπαίδευση, έστω και σ’ ένα περιορισμένο, συχνά μονολεκτικό, επίπεδο, ανιχνεύεται και στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο ελληνικό κράτος. Θα είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξή της στο πλαίσιο της Ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης, ωστόσο κάτι τέτοιο ξεπερνά τις προθέσεις και τις δυνατότητες αυτού του σημειώματος. Εάν θέλουμε παρόλα αυτά να κάνουμε ένα επίκαιρο σχόλιο, θα λέγαμε ότι πολλοί από αυτούς τους χαρακτηρισμούς θα ήταν σήμερα αδιανόητοι και οπωσδήποτε θα εξέθεταν τους συντάκτες τους στον κίνδυνο υπηρεσιακού ελέγχου αν όχι και ποινικής δίωξης. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στους πιο προσβλητικούς και ωμούς από αυτούς που δικαιολογημένα θα προκαλούσαν αντιδράσεις. Γιατί ακούγεται βέβαια ωραίο να καταργήσουμε τους ψυχρούς αριθμούς και να καταπολεμήσουμε τη βαθμοθηρία, αλλά πόσο είμαστε σίγουροι ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί θα μπορούν να διατυπώσουν ενυπόγραφα με πλήρη παιδαγωγική ελευθερία την ειλικρινή τους άποψη για την επίδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών τους; Πόσο μακριά ή πόσο κοντά βρισκόμαστε άραγε από την εποχή που ο καθηγητής διέθετε το κύρος και την ελευθερία να διατυπώσει τη γνώμη του για το νοητικό επίπεδο ή και την ωριμότητα ενός μαθητή;

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Σημειώσεις
- ]Χατζηαναστασίου Τ. (2017), «Εφέρθησαν ακόσμως»: Παραβατικότητα και πειθαρχικές ποινές στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, 1833-1862, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο. Διαθέσιμο και στο διαδίκτυο: https://www.academia.edu/34234724/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%80%CE%B5%CE%B9%CE%B8%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%AD%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%93%CF%85%CE%BC%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF_%CE%9D%CE%B1%CF%85%CF%80%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85_1833-1862.pdf ↩︎
- Γενικά Αρχεία του Κράτους (στο εξής: ΓΑΚ), Κεντρική Υπηρεσία, Αρχειομνήμων (ψηφιοποιημένο αρχείο), Αρχείο Γραμματείας/Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως (1833-1848), σειρά 002-Δημόσια Εκπαίδευση: φάκελος 2327, 179, Αναστασιάδης προς Υπουργείο, 15/3/1837. ↩︎
- ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχειομνήμων (ψηφιοποιημένο αρχείο), Αρχείο Γραμματείας/Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως (1833-1848), σειρά 002-Δημόσια Εκπαίδευση: φάκελος 2327, 233, Ὀνομαστικός Κατάλογος τῶν μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου τοῦ ἐν Ναυπλίῳ κατά κλάσεις τῶν Ἑλληνικῶν καί τῶν διδασκομένων μαθημάτων καί εἰς τι ἕκαστος ἐνησχολεῖτο καί σημείωσις τοῦ ἀποτελέσματος τῶν ἐξετάσεων τοῦ θερινοῦ ἐξαμήνου τοῦ 1837 ἔτους, Αναστασιάδης προς Υπουργείο, 10/7/1837. ↩︎
- ΓΑΚ Αργολίδας, ΑΒΕ 2, Εκπαιδευτικά 1.1., Β1.1., σελ. 22-25, Ὀνομαστικός Κατάλογος τῶν μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου τοῦ ἐν Ναυπλίῳ κατά κλάσεις τῶν Ἑλληνικῶν καί εἴδη τῶν διδασκομένων μαθημάτων καί εἰς τί Ἕκαστος ἐνησχολεῖτο καί σημείωσις τοῦ ἀποτελέσματος τῶν θερινῶν γενικῶν ἐξετάσεων τοῦ 1838 ἔτους (εἰς δύο φύλλα). Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται και στο Υπουργείο στις 13.7.1838. ↩︎
- Με το διάταγμα της Αντιβασιλείας της 21.11./3.12.33 ιδρύθηκαν στο Ναύπλιο «Ἑλληνικόν Σχολεῖον» και Γυμνάσιον. Το Ἑλληνικόν Σχολεῖον θα λειτουργούσε αρχικά, όπως αναφέρεται στο διάταγμα με «τρεῖς ἤ τέσσερις κλάσεις», δηλαδή τάξεις, στο δε Γυμνάσιον θα λειτουργούσαν «πρός τό παρόν τουλάχιστον δύο τάξεις». Οι απόφοιτοι του Ἑλληνικοῦ Σχολείου εισάγονταν με εξετάσεις στο Γυμνάσιον από το οποίο μπορούσαν, εφόσον ολοκλήρωναν σπουδές τετραετούς φοίτησης, να εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο. Χατζηαναστασίου, 2017: 17. ↩︎
- ΓΑΚ Αργολίδας, ΑΒΕ 2, Εκπαιδευτικά 1.1., Β1.1., «Πρόγραμμα μαθημάτων, πρακτικά συνεδριάσεων τοῦ συλλόγου καί Μαθητολόγιον τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου καί Γυμνασίου Ναυπλίου τῶν ἐτῶν 1837-38, 1838-39, 1839-1840, 1840-1841», σελ. 16-21, Ὀνομαστικός Κατάλογος τῶν μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου τοῦ ἐν Ναυπλίῳ κατά κλάσεις περιέχων τά εἴδη τῶν παραδιδομένων μαθημάτων μετά τοῦ ἀποτελέσματος τῶν θερινῶν γενικῶν ἐξετάσεων τοῦ 1838 ἔτους, καί τῆς ποιότητος τῶν μαθητῶν (εἰς τρία φύλλα). ↩︎
- ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχειομνήμων (ψηφιοποιημένο αρχείο), Αρχείο Γραμματείας/Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως (1833-1848), σειρά 002-Δημόσια Εκπαίδευση: φάκελος 2327, 231, Αναστασιάδης προς Υπουργείο, 10/7/1837. ↩︎
- Η κρίση που ξέσπασε στους κόλπους του σχολείου πήρε τέτοιες διαστάσεις που το έφερε στα πρόθυρα της διάλυσης ως το 1941 που αντικαταστάθηκε ο διευθυντής. Χατζηαναστασίου 2017: 39-49. ↩︎