Ο τουρκικός πληθυσμός της Βουλγαρίας αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη μειονοτική πληθυσμιακή ομάδα των Βαλκανίων μετά τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου. Ήδη το αυτόνομο βουλγαρικό κράτος, που δημιουργήθηκε με τη συνθήκη του Βερολίνου, περιλάμβανε μια μεγάλη τουρκική πληθυσμιακή ομάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1887, ο τουρκικός πληθυσμός αποτελούσε το 19,48% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Όμως, το ποσοστό αυτό άρχισε σταδιακά να μειώνεται εξαιτίας της μετανάστευσης του τελευταίου, έως ότου σταθεροποιηθεί την περίοδο του Μεσοπολέμου στο 10 με 11%1. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σχέσεις του τουρκικού πληθυσμού με το βουλγαρικό κράτος μέχρι το 1934, δεν διακρίνονταν από κάποια ένταση. Την ίδια περίοδο, η προσοχή της κυβέρνησης της Σόφιας ήταν στραμμένη στο Μακεδονικό Ζήτημα και οι Έλληνες της Βουλγαρίας υπέστησαν πολύ μεγαλύτερες πιέσεις απ’ ό,τι οι μουσουλμάνοι2. Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1934 εγκαινιάστηκε μια περίοδος πιέσεων εις βάρος της τουρκικής μειονότητας3.

Η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σηματοδότησε και μια μεταστροφή της πολιτικής έναντι της τουρκικής μειονότητας. Τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας (ΚΚΒ), ευθυγραμμιζόμενο με την ιδεολογία του σοσιαλιστικού διεθνισμού, ακολούθησε αρχικά μια πολιτική ανεκτικότητας, στοχεύοντας στη μετατροπή της από μια θρησκευτική σε μια κοσμική, εθνική κοινότητα με σοσιαλιστική συνείδηση4. Μετά το 1960 όμως, το ΚΚΒ, υπό την ηγεσία του Todor Zhivkov, άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπει πλέον την πολιτική της ανεκτικότητας, θέτοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός εθνικά μονολιθικού βουλγαρικού κράτους. Τις δεκαετίες του ’60 και ’70, η νέα πολιτική του ΚΚΒ εφαρμόστηκε πρώτα στους Πομάκους και στους Τσιγγάνους5. Το αποκορύφωμα της αφομοιωτικής πολιτικής αποτελεί η λεγόμενη «εκστρατεία αναγέννησης», η βίαιη μετατροπή δηλαδή των μουσουλμανικών ονομάτων του τουρκικού πληθυσμού σε βουλγαρικά6, από τον Δεκέμβριο του 1984 μέχρι τον Μάρτιο του 1985. Στα έτη 1984-1989, το ΚΚΒ υιοθέτησε μια πολιτική διώξεων εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, με περιορισμούς στη χρήση της τουρκικής γλώσσας και στην τέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Παράλληλα, το επίσημο κράτος έπαψε να αναγνωρίζει την ύπαρξη εντός της βουλγαρικής επικράτειας πληθυσμού τουρκικής καταγωγής, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι μουσουλμάνοι της χώρας ήταν Βούλγαροι βίαια εξισλαμισθέντες την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι οποίοι είχαν, πλέον, συνειδητοποιήσει τη βουλγαρική εθνική τους ταυτότητα και είχαν αναγεννηθεί εθνικά7. Η πολιτική της «αναγέννησης» έκλεισε με τη μετανάστευση στην Τουρκία, το καλοκαίρι του 1989, 300.000 Τούρκων της Βουλγαρίας8, κίνηση που πολύ γρήγορα επρόκειτο να αντιστραφεί. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1990, 130.000 από τους μετανάστες είχαν επιστρέψει στη Βουλγαρία9.

Στις 10 Νοεμβρίου 1989, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΒ, ο Zhivkov απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα του κόμματος και του προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας10. Η νέα κομμουνιστική ηγεσία του Petar Mladenov καταδίκασε την πολιτική αφομοίωσης του μουσουλμανικού πληθυσμού από το καθεστώς Zhivkov και αποφάσισε, στις 29 Δεκεμβρίου 1989, την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του11. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του βουλγαρικού πληθυσμού. Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων οργανώθηκαν σε πολλές περιοχές της χώρας, κυρίως όμως εκεί, όπου η παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν έντονη12. Νέες αντιδράσεις προκάλεσε η συμμετοχή στις εκλογές του 1990 του κόμματος που εκπροσωπούσε την τουρκική μειονότητα, της Κίνησης Δικαιωμάτων και Ελευθεριών (ΚΔΕ)13, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1991, οι 24 βουλευτές της ΚΔΕ ήταν εκείνοι που ρύθμιζαν την πολιτική κατάσταση, καθορίζοντας αν η Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων (ΕΔΔ) ή το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΒΣΚ) θα σχημάτιζαν κυβέρνηση. Πράγματι, μέχρι το 1994, οι κυβερνήσεις Dimitrov και Berov σχηματίστηκαν με την κοινοβουλευτική στήριξη της ΚΔΕ14.

Οι παραπάνω αντιδράσεις του βουλγαρικού πληθυσμού αντικατοπτρίζουν την κυρίαρχη αντίληψη που επικρατούσε όσον αφορά τη μουσουλμανική μειονότητα: ο χαρακτηριζόταν απερίφραστα ως απειλή για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Βουλγαρίας.
Την ίδια εικόνα αποδίδουν και τα αποτελέσματα κοινωνιολογικών ερευνών με θέμα τις σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες στη μετακομμουνιστική Βουλγαρία15. Σε μια τέτοια έρευνα του 199416 πάνω από 50% του βουλγαρικού πληθυσμού θεωρούσε ότι οι Τούρκοι αποτελούσαν απειλή για την ασφάλεια της χώρας.
Το αίσθημα αυτό ανασφάλειας του βουλγαρικού πληθυσμού έχει ως κύρια σημεία αναφοράς την αριθμητική δύναμη του τουρκικού στοιχείου, τα ανησυχητικά δημογραφικά δεδομένα (υψηλός δείκτης γεννητικότητας), την άμεση γειτνίαση με την ανώτερη σε στρατιωτική ισχύ Τουρκία, τον ρυθμιστικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων της τουρκικής μειονότητας, την έντονη παρουσία του ισλαμικού στοιχείου στη Βουλγαρία, αλλά και τα στερεότυπα που σχετίζονται με την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας όπως και αυτά που καλλιεργήθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Όσον αφορά τα πληθυσμιακά δεδομένα, σύμφωνα με την απογραφή του Δεκεμβρίου του 199217, ο τουρκικός πληθυσμός ανερχόταν σε 800.052, αριθμός που αντιπροσώπευε το 9,43% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ ο αριθμός των μουσουλμάνων ανερχόταν συνολικά σε 1.110.295 (εκ των οποίων οι 83.537 ήταν Σιΐτες), ποσοστό δηλαδή 13,07% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής, στη Βουλγαρία υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν δύο μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις του τουρκικού στοιχειού, η πρώτη στο Νότο στις επαρχίες Kardjhali και Haskovo και η δεύτερη στα βορειοανατολικά, στις επαρχίες Razgrad, Shumen, Turgovishte και Σιλίστρια. Επιπλέον, η συνεχής πτώση του ρυθμού φυσικής πληθυσμιακής αύξησης, που από -0,4‰ το 1990 έφτασε στο -3,8‰ το 199418, αλλά και ο υψηλότερος ρυθμός γεννήσεων στους κόλπους του μουσουλμανικού πληθυσμού, δημιουργούσαν ανησυχητική προοπτική για τη μελλοντική πληθυσμιακή ισορροπία19.
Έντονη ανησυχία στον βουλγαρικό πληθυσμό προκαλούσε επίσης η συμπεριφορά Πομάκων και Τσιγγάνων, ένα μέρος εκ των οποίων έτεινε να υιοθετήσει την τουρκική εθνική ταυτότητα20, γεγονός που ενίσχυε την ήδη μεγάλη πληθυσμιακή δύναμη του τουρκικού στοιχείου. Υπολογίζεται ότι στην απογραφή του 1992, περίπου 30.000 Πομάκοι κατεγράφησαν ως Τούρκοι21. Στις 21 Μαΐου 1993, η κοινοβουλευτική επιτροπή που ερευνούσε καταγγελίες περί πιέσεων εις βάρος του πομακικού πληθυσμού, ώστε να καταγραφεί ως τουρκικός στην απογραφή του 1992, αποφάσισε την ακύρωση των αποτελεσμάτων της απογραφής στις περιοχές Yakoruda και Gotse Delchev της δυτικής Ροδόπης, καθώς και τη δικαστική δίωξη στελεχών της ΚΔΕ που ενέχονταν στις προαναφερόμενες καταγγελίες22.

Η Βουλγαρία, μετά τη διάλυση του συμφώνου της Βαρσοβίας, αντιμετώπιζε ένα έλλειμμα ασφάλειας23 που προσλάμβανε ανησυχητικές διαστάσεις σε συσχετισμό με την οικονομική κρίση που διερχόταν η χώρα, αλλά και με το γεγονός ότι συνορεύει μ’ ένα κράτος ανώτερο σε στρατιωτική ισχύ, το οποίο μάλιστα εκφράζει έντονο ενδιαφέρον για την τύχη του μεγάλου αριθμού των ομοεθνών του που διαμένουν εντός της βουλγαρικής επικράτειας. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 λειτούργησε καταλυτικά στην ψυχολογία του βουλγαρικού πληθυσμού. Το 1992 το 40,3% των Βουλγάρων θεωρούσε ότι υφίστατο κίνδυνος μιας εξωτερικής εισβολής, το δε 34,9% πίστευε ότι η Τουρκία αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της χώρας24. Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν σε μια περίοδο όπου το κλίμα που χαρακτήριζε τις βουλγαροτουρκικές σχέσεις ήταν πολύ καλό. Την ίδια χρονιά άλλωστε υπογράφηκε διμερές Σύμφωνο φιλίας, καλής γειτονίας, συνεργασίας και ασφάλειας25. Ωστόσο, η οικονομική διείσδυση της Τουρκίας στον βουλγαρικό χώρο -τον Δεκέμβριο του 1997 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Mesut Yılmaz δηλώσε ότι πάνω από χίλιες τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνταν στη Βουλγαρία26 – οι σχέσεις της Άγκυρας με την τουρκική μειονότητα27 και το γεγονός ότι η τελευταία μπορούσε να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη Βουλγαρία, δημιούργησαν ένα κλίμα ανησυχίας στον βουλγαρικό πληθυσμό. Η ανησυχία αυτή εντάθηκε όταν έγιναν γνωστές οι διακηρύξεις διαφόρων τουρκικών οργανώσεων, που επαγγέλονταν την αυτονόμηση των περιοχών όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά το τουρκικό στοιχείο28 ή όταν διαδίδονταν υπερβολικές εκτιμήσεις ως προς την πληθυσμιακή ισχύ της τουρκικής μειονότητας: το Ίδρυμα Αλληλεγγύης για τους Τούρκους των Βαλκανίων (Balkan Türkleri Dayanιşma ve Kültür Derneği)29 προσδιόριζε τον τουρκικό πληθυσμό της Βουλγαρίας σε 2.500.00030.

Το γεγονός ότι ο τουρκικός πληθυσμός ήταν πολιτικά ενεργός επηρεάζοντας τις εσωτερικές εξελίξεις αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τη βουλγαρική κοινή γνώμη. Το 1994, το 61% του βουλγαρικού πληθυσμού θεωρούσε ότι οι Τούρκοι διέθεταν υπερβολικά μεγάλη πολιτική δύναμη31. Ο σχηματισμός, την περίοδο 1993-1994, πολιτικών κομμάτων που απευθύνονταν στον τουρκικό ή στο μουσουλμανικό πληθυσμό32 θεωρήθηκε κλιμάκωση του τουρκικού εξτρεμισμού. Τα τουρκικά και μουσουλμανικά κόμματα κατηγορήθηκαν ότι προωθούσαν αποσχιστικές τάσεις. Η άποψη αυτή όμως ισχύει μόνο για το παράνομο Τουρκικό Δημοκρατικό Κόμμα του Adem Kenan33. Τα υπόλοιπα κόμματα κινούνταν μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας. Η ΚΔΕ ακολουθούσε μια μετριοπαθή πολιτική, επιθυμώντας οι ενέργειές της να μην προκαλέσουν εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών ομάδων της Βουλγαρίας. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής δεν επιδίωκε, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, την αναγνώριση καθεστώτος εθνικής μειονότητας για τον τουρκικό πληθυσμό34, ενώ στη μοναδική υπουργική θέση που έλαβε στην κυβέρνηση συνασπισμού του Berov, τοποθετήθηκε ένα από τα λίγα μέλη του κόμματος που ήταν Βούλγαρος χριστιανός ορθόδοξος35. Παράλληλα, ο αρχηγός του κόμματος Ahmet Dogan, με δηλώσεις του, είχε επανειλημμένα εκφράσει την προσκόλλησή του στη συνταγματική νομιμότητα και την επιθυμία του να συμβάλει στην ειρηνική αλλαγή προς τον εκδημοκρατισμό36.

Η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η αναγέννηση του Ισλάμ στην Τουρκία και ο ρόλος του στις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία ενίσχυσαν περαιτέρω το αίσθημα ανασφάλειας των Βουλγάρων. Το αίσθημα αυτό επιτάθηκε από το γεγονός ότι η μουσουλμανική κοινότητα της Βουλγαρίας δεχόταν χρηματοδότηση από μουσουλμανικές χώρες, κυρίως τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, αλλά και από διάφορες ισλαμικές οργανώσεις37. Οι Τούρκοι δεν θεωρούνταν πλέον από τους Βούλγαρους απλώς άτομα διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος, αλλά θρησκευτικά φανατικοί, αν και το τελευταίο ίσχυε στην πραγματικότητα για έναν πολύ μικρό αριθμό38. Το 1994 το 72,3% των Βουλγάρων χαρακτήριζε τους Τούρκους ως θρησκευτικά φανατικούς39.
Ακόμη και η αντίληψη του βουλγαρικού πληθυσμού ότι η τουρκική μειονότητα αποτελούσε απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, σχετιζόταν και με τα στερεότυπα που είχαν εμφυτευτεί στη βουλγαρική εθνική συνείδηση, τα οποία σκιαγραφούσαν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο την οθωμανική κυριαρχία, τον Τούρκο κατακτητή και την ισλαμική θρησκεία. Στερεότυπα, τα οποία καλλιεργήθηκαν συστηματικά από το ΚΚΒ κατά τη διάρκεια της «εκστρατείας αναγέννησης», με σκοπό να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Βουλγάρων στην πολιτική αφομοίωσης των μειονοτικών πληθυσμών. Τα βουλγαρικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, την περίοδο 1984-1989 έβριθαν υποτιθέμενων ειδήσεων για τρομοκρατικές ενέργειες από τουρκικές αυτονομιστικές οργανώσεις που δρούσαν υπό την καθοδήγηση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, για βιασμούς και δολοφονίες που είχαν διαπράξει οι Τούρκοι και για την ύπαρξη διεθνών συνθηκών που προέβλεπαν την αυτονόμηση των περιοχών όπου συγκεντρώνεται το τουρκικό στοιχείο, εφόσον υπερέβαινε το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η μεγαλύτερη κινητοποίηση του βουλγαρικού στρατού μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργούσε την εντύπωση στον βουλγαρικό πληθυσμό ότι πράγματι κινδύνευε η ασφάλεια της χώρας40.
Η αντίληψη αυτή περί απειλής εκφραζόταν πιο έντονα από τους Βούλγαρους κατοίκους των μεικτών πληθυσμιακά περιοχών, δεδομένου ότι σε αυτές και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο41 ο βουλγαρικός πληθυσμός αποτελούσε όντως μειοψηφία. Για παράδειγμα, στην επαρχία του Kardjhali μόνο το τουρκικό στοιχείο ανερχόταν στο 65,7% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στο Razgrad, το 47,4%. Το αίσθημα ανασφάλειας των Βουλγάρων κατοίκων των μεικτών πληθυσμιακά περιοχών αντικατοπτριζόταν και στην εκλογική συμπεριφορά τους, καθώς η εκλογική δύναμη των διαφόρων εθνικιστικών κομμάτων είναι αυξημένη στις συγκεκριμένες περιοχές. Για παράδειγμα, το Βουλγαρικό Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, στις εκλογές του 1991 συγκέντρωσε το 1,28% του συνόλου των ψήφων, αλλά στην επαρχία Turgovishte, όπου είναι έντονη η παρουσία του τουρκικού στοιχείου, το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 10,45%42.

Στις μεικτές πληθυσμιακά περιοχές το αίσθημα ανασφάλειας δεν σχετιζόταν μόνο με το ενδεχόμενο εκδήλωσης αποσχιστικών τάσεων από την πλευρά του τουρκικού πληθυσμού, αλλά αφορούσε και την ανησυχία του βουλγαρικού στοιχείου ότι θα υποβιβαζόταν σε μειονεκτική θέση στις τοπικές κοινωνίες, όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά η μειονότητα. Στον βουλγαρικό πληθυσμό των ιδίων περιοχών κυριαχούσε η αντίληψη ότι οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν να εκδικηθούν για την «εκστρατεία αναγέννησης», γεγονός που αποδεικνύουν και οι χαρακτηρισμοί του τουρκικού πληθυσμού από τους Βουλγάρους ως εκδικητικού, μοχθηρού και ύπουλου43. Άλλωστε, αρκετοί Βούλγαροι παρασυρόμενοι από την προπαγανδιστική μηχανή του Zhivkov, είχαν συμμετάσχει στην επιχείρηση αλλαγής ονομάτων του τουρκικού πληθυσμού44. Επιπλέον, ο βουλγαρικός πληθυσμός ανησυχούσε ότι θα τεθεί στο περιθώριο όσον αφορά την οικονομική κυρίως δραστηριότητα εφόσον η Τοπική Αυτοδιοίκηση βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Στις δημοτικές εκλογές του 1991, η ΚΔΕ εξέλεξε 20 δημάρχους και 650 κοινοτάρχες45, ενώ παράλληλα η τουρκική κοινότητα φιλοδοξούσε να δημιουργήσει τις δικές της οικονομικές οργανωτικές δομές με τη βοήθεια επενδύσεων προερχομένων από την Τουρκία46.
Το αίσθημα αυτό ανασφάλειας του βουλγαρικού πληθυσμού που περιγράψαμε αρκετές φορές, οφειλόταν δηλώσεις ή ενέργειες των πολιτικών δυνάμεων της χώρας με στόχο την προώθηση πρόσκαιρων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Τα βουλγαρικά εθνικιστικά κόμματα47 στήριζαν την εκλογική τους δύναμή, σε μεγάλο βαθμό, στον βαθμό έντασης του αισθήματος ανασφάλειας των Βουλγάρων, κυρίως εκείνων των μεικτών πληθυσμιακά περιοχών, αισθήματος, το οποίο φρόντιζαν επιμελώς να καλλιεργούν και να ενισχύουν. Τον Νοέμβριο του 1990, οι βουλγαρικές εθνικιστικές ομάδες της περιοχής του Razgrad κήρυξαν την «ανεξάρτητη βουλγαρική δημοκρατία» ως αντίδραση στη φιλοτουρκική πολιτική της κυβέρνησης της Σόφιας48. Το 1994 ανακοινώθηκε η ίδρυση παραστρατιωτικών ομάδων με την ονομασία Pan Slavia, με αποστολή την αντιμετώπιση των παράνομων τουρκικών σχηματισμών και τις τσιγγάνικων συμμοριών49. Το εθνικιστικό χαρτί χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της Βουλγαρίας, την ΕΔΔ και κυρίως το ΒΣΚ. Το ΒΣΚ συνεργαζόταν εκλογικά με εθνικιστικές ομάδες50, ενώ στελέχη του, αλλά και το δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος, η εφημερίδα Duma, κατηγορούσαν συχνά την ΚΔΕ για διενέργεια επιχείρησης τουρκοποίησης των Πομάκων και για τη δημιουργία οπλοστασίων στις τουρκικές περιοχές, με σκοπό την προώθηση στη Βουλγαρία σχεδίου ανάλογου με αυτό της Βοσνίας51. Μετά την άρση της υποστήριξης της ΚΔΕ προς την κυβέρνηση Dimitrov, τον Οκτώβριο του 1992, εμφανίστηκαν άρθρα στο δημοσιογραφικό όργανο της ΕΔΔ, την εφημερίδα Demokratsiya, που κατήγγειλαν το κόμμα της μειονότητας ότι προωθούσε συστηματικά την τουρκοποίηση των Πομάκων52, ενώ το Δεκέμβριο του 1997, ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας και πρόεδρος της ΕΔΔ, Ivan Kostov, κατηγόρησε ευθέως την ΚΔΕ ότι προστατεύει τα συμφέροντα εγκληματικών ομάδων53. Ωστόσο, το ότι τόσο η ΕΔΔ όσο και το ΒΣΚ συνεργάστηκαν εκλογικά με την ΚΔΕ καταδεικνύει ότι οι παραπάνω δηλώσεις δεν είχαν ιδεολογικό υπόβαθρο, αλλά μάλλον συγκυριακό πολιτικό χαρακτήρα, δημιούργησαν ωστόσο εντυπώσεις στους κόλπους του βουλγαρικού πληθυσμού.
Όλη αυτή η κατάσταση είχε ως εύλογο αποτέλεσμα την έλλειψη συναίνεσης στη χορήγηση μειονοτικών δικαιωμάτων. Η αναγνώριση συλλογικών μειονοτικών δικαιωμάτων ταυτιζόταν από τον βουλγαρικό πληθυσμό με την ενθάρρυνση αποσχιστικών τάσεων, γι’ αυτό στο βουλγαρικό Σύνταγμα του 199154 δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος μειονότητα. Η βουλγαρική πλευρά θεωρούσε ότι δεν είναι απαραίτητη η αναγνώριση συλλογικών μειονοτικών δικαιωμάτων, εφόσον η συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων περιλάμβανε και τα δικαιώματα των μελών μειονοτικών ομάδων. Ένα μεγάλο μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού αντιστάθηκε στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού στο σύνολό του55. Ιδιαίτερα η αντίθεσή των Βουλγάρων εντοπίζεται στη συμμετοχή των Τούρκων στην πολιτική ζωή της χώρας56 και στη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα βουλγαρικά σχολεία57.
Η έλλειψη αυτή συναίνεσης των Βουλγάρων στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων του μειονοτικού πληθυσμού δημιούργησε ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις μεταξύ των διάφορων εθνικών ομάδων της Βουλγαρίας, που μέχρι σήμερα δεν έχει οδηγήσει σε σύγκρουση (αν και, συμφώνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης του 1993, το 67% των ερωτηθέντων θεωρούν αυτό το ενδεχόμενο πιθανό58). Το παραπάνω όμως ενδεχόμενο φαίνεται να απομακρύνεται, εφόσον η ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στις εθνικές ομάδες της Βουλγαρίας μετά την επικίνδυνη κλιμάκωσή της την περίοδο 1990-1991 ολοένα μειώνεται, αφού ο βαθμός συναίνεσης του βουλγαρικού πληθυσμού στη χορήγηση δικαιωμάτων στις μειονότητες της χώρας αυξάνει59. Παράλληλα, η νέα γενιά χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο ποσοστό ανεκτικότητας απέναντι σε άτομα διαφορετικής εθνικής συνείδησης και θρησκευτικού δόγματος60.
Η εξάλειψη της πιθανότητας εθνοπολιτιστικής σύγκρουσης στη Βουλγαρία σχετίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με το κατά πόσο θα ξεπεραστεί η οικονομική και η συνακόλουθη κοινωνική κρίση που μαστίζουν τη χώρα, φαινόμενα που ευνοούν την αναζήτηση «μαύρων προβάτων» και την εθνική ένταση. Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει ο περαιτέρω εκδημοκρατισμός της Βουλγαρίας, που θα αντισταθμίσει την έλλειψη δημοκρατικής συνείδησης του βουλγαρικού λαού61 και η ένταξη της Βουλγαρίας στο NATO62 και την Ευρωπαϊκή Ένωση63, γεγονός που άρχισε ήδη να καλύπτει το κενό ασφάλειας και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Pomaks – the Muslims in Bulgaria
Το παρόν άρθρο παρουσιάστηκε υπό τη μορφή ανακοίνωσης στο πλαίσιο των εργασιών του ΚΑ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 26-18 Μαΐου 2000) και συμπεριλήφθηκε στον Τόμο των Πρακτικών, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 491-502.
Ενδεικτική βιβλιογραφία

Σημειώσεις
- Συγκεκριμένα, ο τουρκικός πληθυσμός της Βουλγαρίας και το ποσοστό που καταλαμβάνει επί του συνόλου του βουλγαρικού πληθυσμού, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των απογραφών μέχρι το 1934, έχει ως εξής: 1887 607.331(19,48%), 1892 569.728(17,21%), 1900 539.656(14,44%),
1905 497.820(12,35%), 1910 504.560(11,63%), 1920 542.904(11,29%), 1926 577.552(10,54%),
1934 618.268(10,17%). Τονίζουμε ότι μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι απογραφές γίνονταν με βάση τη μητρική γλώσσα. Για τα αποτελέσματα των απογραφών βλ. R. J. Crampton, «The Turks of Bulgaria 1878-1944», The Turks of Bulgaria: The history, culture and political fate of a minority, εκδ. K. H. Karpat, Istanbul 1990, σ. 71. ↩︎ - Γενικότερα για τις σχέσεις της μουσουλμανικής μειονότητας με το βουλγαρικό κράτος την περίοδο 1878-1944 βλ. R. J. Crampton, ό.π, σ. 43-78. Πρβ W. Höpken, «From religious identity to ethnic mobilization: The Turks of Bulgaria before, under and since communism», Muslim Identity and the Balkan state, εκδ. H. Poulton, S. Taji-Farouki, London 1997 σ. 54-64. B. Şιmşιr, The Turks of Bulgaria (1878-1985), London 1988 και H. Memisoğlu, Bulgarian oppression in historical perspective, Ankara, 1989. ↩︎
- Αφορούν κυρίως το κλείσιμο των μειονοτικών σχολείων και εφημερίδων, την απαγόρευση χρήσης του τουρκικού λατινικού αλφάβητου, που αντικαταστάθηκε από το αραβικό. Βλ. W. Höpken, ό.π, σ. 63. ↩︎
- Για το πλαίσιο της πολιτικής του ΚΚΒ την περίοδο αυτή βλ. K. Kertikov, «The ethnic nationality problem in Bulgaria (1944-1991)», Bulgarian Quartely, 3(1991) σ. 80-81. ↩︎
- Το 1962-1964 και το 1970-1974 διενεργούνται εκστρατείες αλλαγής των μουσουλμανικών ονομάτων των Πομάκων και των Τσιγγάνων σε βουλγαρικά βλ. Y. Konstantinov, «An account of Pomak conversions in Bulgaria (1912-1990)», Minderheitenfragen in Südosteuropa. Beitrage der internationalen konferenz: The minority question in historical perspective 1900-1990. Inter university center, Dubrovnik 8-14 April 1991, εκδ. G. Seewann, Südost-Institut Munchen 1992, σ. 348-349. ↩︎
- Για την «εκστρατεία αναγέννησης» και για την περίοδο 1984-1989 βλ. H. Poulton, The Balkans: minorities and state in conflict, London 1991, σ. 130-151. Πρβ. V. Stojanov, Turskoto naselenie v Bâlgarija mejdu poliusite na ethnieheskata politika (Ο τουρκικός πληθυσμός στη Βουλγαρία ανάμεσα στους πόλους της εθνικής πολιτικής), Sofia 1998, σ. 160-214. ↩︎
- Για την επίσημη βουλγαρική θέση βλ. Sofia Press, Who worries about moslems in Bulgaria and why?, Sofia, 1985.Πρβ Ο. Ζαγκόροφ, Η Αλήθεια, ελληνική μετάφραση Ι. Κυρόβα, Β. Σαμανοβσκί, Σόφια,1987. Σ. Σολάκοφ, Επικίνδυνο παιχνίδι, ελληνική μετάφραση Ο. Ζάχος, Σόφια, 1987. ↩︎
- Βλ. H. Poulton, ό.π, σ. 157-160. ↩︎
- Υπολογίζεται συνολικά ότι από όσους μετανάστευσαν το καλοκαίρι του 1989, πάνω από
160.000 επέστρεψαν στις εστίες τους. ↩︎ - Για το κείμενο της απόφασης βλ. Sofia Press, The Change-November 1989, Sofia, 1989. ↩︎
- Το κείμενο της απόφασης στο Sofia Press, To overcome the distortions among the Turkic- speaking and muslim population in Bulgaria, Sofia, 1990, σ.20-21. ↩︎
- Όπως στο Kardjhali, Φιλιππούπολη, Σόφια, Smolyan, Shumen, Ruse, Turgovishte, Haskovo, Devnya, Provadiya, Novi Pazar, Pleven. Βλ. H. Poulton, ό.π, σ. 164. ↩︎
- Η εγγραφή στις εκλογές του 1990 για τη συντακτική Βουλή της ΚΔΕ ήταν αρκετά περιπετειώδης. Η νομιμότητα του κόμματος αμφισβητήθηκε εξαιτίας της νομοθετικής πράξης για τα πολιτικά κόμματα, η οποία απαγόρευε την ίδρυση κομμάτων σε εθνική, θρησκευτική ή φυλετική βάση και που αργότερα ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα του 1991. Το δικαστήριο της Σόφιας και το ανώτατο δικαστήριο, με αποφάσεις τους κηρύσσουν παράνομη την ΚΔΕ, αλλά η κεντρική εκλογική επιτροπή ανατρέπει αυτές τις αποφάσεις. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν και οι πιέσεις από τις ΗΠΑ και δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Βλ. A. Eminov,« The Turks in Bulgaria:post-1989 developments», Nationalities Papers, 27/1(1999) 36. Πρβ. Κ. Κεντρωτής, «Η Βουλγαρία στη μετακομμουνιστική περίοδο», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 5-6(1993-1994), σ.120. ↩︎
- Στις εκλογές του 1991, η ΕΔΔ εξέλεξε 110 βουλευτές και το ΒΣΚ 106. Έτσι, οι 24 βουλευτές της ΚΔΕ, που ήταν και το μοναδικό άλλο κόμμα που εισήλθε στη Βουλή, καθόριζαν το σχηματισμό κυβέρνησης. Η ΚΔΕ συνεργάζεται με την ΕΔΔ στον σχηματισμό της κυβέρνησης Dimitrov, τον Οκτώβριο του 1992 προκαλεί την πτώση της και συνεργάζεται με το ΒΣΚ και μέρος της ΕΔΔ στομ σχηματισμό της κυβέρνησης Berov, ο οποίος είχε προταθεί από την ΚΔΕ. βλ. Μ. Κοππά,Οι μειονότητες στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια:Πολιτικές κέντρου και μειονοτικές απαντήσεις, Αθήνα 1997, σ. 144. Πρβ. Δ.Δώδος, Εκλογική γεωγραφία των μειονοτήτων. Μειονοτικά κόμματα στη νότιο Βαλκανική: Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία, Αθήνα,
1994, σ. 94. ↩︎ - Τα αποτελέσματα των κοινωνιολογικών ερευνών της περιόδου 1991-1994 αντλήθηκαν από τα παρακάτω άρθρα: I. Tomova, «Ethnic stereotypes and predices of the Bulgarians», The Bulgarian Watcher, 19 (1992), σ. 13-15. T. Georgieva, «Tendecies in ethnic and religious relations in the small towns of the eastern Rhodopes», The Bulgarian Watcher, 20 (1992), σ. 12-15. A. Zheliazkova, «Nation wiser than its rulers», The Insider, 10/4 (1994), σ. 22. Συνέντευξη του καθηγητή της Κοινωνιολογίας και επικεφαλής του εθνολογικού τομέα της έρευνας «Στοιχεία συμβατότητας και μη-συμβατότητας στην καθημερινή ζωή των χριστιανών και μουσουλμάνων στη Βουλγαρία» Petar-Emil Mitev, The Insider, 10/4 (1994), σ. 23. «Ethnocultural situation in Bulgaria in 1992», Bulgarian Examiner, 3 (1994), σ. 59-60. W. Höpken, ό.π, σ. 54-81. M. Maciver, M. Mcintosh, D. Abele, D. Nolle, «Minority rights and majority rule: Ethnic tolerance in Romania and Bulgaria», Social Forces, 73/3 (1995), σ. 939-967. ↩︎
- Βλ. W. Höpken, ό.π, σ. 77. ↩︎
- Βλ. United Nations. Core Document forming part of the reports of state parties.Bulgaria.10/12/96.HRI/CORE/1/Add.81. ↩︎
- Bλ. K. Donkov, «Birth rates dwindle, one in four past pension age», Bulgaria:Politics, Economy, Security ,pilot issue (1995), σ. 12-14. ↩︎
- Βλ. Εφ. Vecherni Novini (15 Οκτωβρίου 1993). ↩︎
- Σύμφωνα με τα αποτελέσματα κοινωνιολογικής έρευνας του 1992, το ένα τρίτο των Πομάκων κυρίως στις περιοχές Gotse Delchev, Yakoruda, Velingrad, Garmen και Madan, τείνουν να υιοθετήσουν μια τουρκική εθνική ταυτότητα. Βλ. M. Apostolov, «The Pomaks: A religious minority in the Balkans», Nationalities Papers, 4/24 (1996), σ. 734. Για τις επιλογές εθνικού αυτοπροσδιορισμού των Πομάκων βλ. Y. Konstantinov, ό.π, σ. 351-357. Πρβ. U. Brunnbauer ,«Histories and identities:The case of Bulgarian Pomaks», In and out of the collective: Papers on the former soviet bloc rural communities. On line journal issue by the Bulgarian society for regional cultural studies,1 (1998). Για τις επιλογές εθνικού αυτοπροσδιορισμού των Τσιγγάνων βλ. T. Georgieva, ό.π, σ. 15. ↩︎
- Βλ. W. Höpken, ό.π, σ. 76. ↩︎
- Βλ. United Nations. Committee on the elimination of racial discrimination. Fourteenth periodic report of state parties due in 1996: Bulgaria 05/08/96. CERD/C/299/Add.7 πρβ. Radio Free Europe (25 Μαΐου 1993). ↩︎
- Βλ. K. Engelbrekt, «Bulgaria’s evolving defense policy», Radio Free Europe, 32/3 (1994), σ. 45-51 πρβ. N. Statinski, M. Caparini, «Bulgarian security and prospects for reform», NATO Review web edition, 2/43 (1995), σ. 28-32. ↩︎
- Βλ. Ethnocultural situation in Bulgaria in 1992, ό.π., σ.60. ↩︎
- Για τις βουλγαροτουρκικές σχέσεις μετά το 1989 βλ. ΣΤ. Αλειφαντής, Βουλγαρία: Τα διλήμματα μιας νέας εποχής, Αθήνα, 1993, σ. 48-54. ↩︎
- Δήλωση που έγινε κατά την επίσκεψη του Μ. Γιλμάζ στη Βουλγαρία στις 4-5 Δεκεμβρίου 1997. Βλ. Βαλκανική Ενημέρωση, 56(1997) 17. ↩︎
- Σχέσεις που αφορούν την οικονομική ενίσχυση της τουρκικής μειονότητας. Το Μάρτιο του 1993 ο πρόεδρος της ΚΔΕ A.Dogan επισκέπτεται την Τουρκία και εξασφαλίζει από την τουρκική κυβέρνηση πιστώσεις ύψους 200.000.000 δολαρίων, ενώ συζητήθηκε η δημιουργία μιας νέας βουλγαροτουρκικής τράπεζας που θα διευκολύνει τα τουρκικά συμφέροντα. Βλ. Βαλκανική Ενημέρωση, 4(1993) 3. Επιπλέον και για τους Τούρκους της Βουλγαρίας, όπως και όλων των Βαλκανίων, ισχύει το πρόγραμμα χορήγησης υποτροφιών για τα μέλη της μειονότητας που επιθυμούν να σπουδάσουν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της Τουρκίας. Βλ. H. Poulton,
«Turkey as a kin state: Turkey’s foreign policy», Muslim Identity and the Balkan state, εκδ. H. Poulton, S. Taji-Farouki, london 1997, σ. 211. ↩︎ - Όπως οι οργανισμοί «Τούρκοι του Δούναβη» και «Τούρκοι της Ροδόπης» βλ. Y. Bahnev,
«Premises for ethnic conflicts in Bulgaria», Bulgarian Examiner, 6(1994) 18. ↩︎ - Ιδρύεται το 1984 με έδρα την Κωνσταντινούπολη, πρόεδρός του είναι ο μετανάστης από τη Βουλγαρία Mehmet Çavus. Το ίδρυμα εκδίδει τα περιοδικά Balkan Türklerin’in Sesi (Η φωνή των Τούρκων των Βαλκανίων) και το Batι Trakyan’ιn Sesi (Η φωνή της Δυτικής Θράκης). ↩︎
- Βλ. N. Bahtiyar, «Bulgar çιkmazι ve ötesi (Το βουλγαρικό αδιέξοδο και οι απέναντι)», Balkan Türklerin’in Sesi, (1990), σ. 28. ↩︎
- Βλ. W. Höpken, ό.π, σ. 77 πρβ. Συνέντευξη του Petar-Emil Mitev, ό.π, σελ.23. ↩︎
- Το Τουρκικό Δημοκρατικό Κόμμα του Adem Kenan, το Δημοκρατικό Κόμμα Δικαιοσύνης του πρώην αρχιμουφτή N. Genchev, το Κόμμα Εργασίας του Kamen Bourov και το κόμμα του Mehmet Hodja που αποσχίστηκε από την ΚΔΕ. ↩︎
- Βλ. J. Bugajski, Ethnic politics in Eastern Europe. Α guide to nationality policies, organizations and parties, New York, 1995, σ. 252. Ο Kenan απασχόλησε και τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν κατά τη διάρκεια των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών στο Κοσσυφοπέδιο δήλωσε ότι επιθυμεί την αυτονόμηση των περιοχών της Βουλγαρίας όπου κυριαρχεί το τουρκικό στοιχείο. Βλ. Bulgarian Telegraph Agency ( 3 Μαΐου 1999). ↩︎
- βλ τη δήλωση του προέδρου της ΚΔΕ A.Dogan στο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1993. Εφ. Standart News (18 Οκτωβρίου 1993). Αργότερα όμως υιοθετείται μια διαφορετική στάση, όταν τον Οκτώβριο του 1998 το Κοινοβούλιο συζητούσε την επικύρωση του πλαισίου της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων που υπογράφηκε από τον πρόεδρο της Βουλγαρίας Stoyanov στις 9 Οκτωβρίου 1997. Βλ. Y. Konstantinov, ό.π, σ. 7-8 πρβ. Σ.Σολταρίδης, Μουσουλμάνοι της Βουλγαρίας. Θρησκευτικό και πολιτικό καθεστώς, Αθήνα, 1999, σ. 248. ↩︎
- Αυτός ήταν ο E. Matinchev υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. ↩︎
- Βλ. εφ. Duma (5 Νοεμβρίου 1990) αναδημοσίευση The Insider, 1 (1991), σ. 23-24 πρβ. Εφ.
Prava i Svobodi, (15 Οκτωβρίου 1993). ↩︎ - Χρηματοδότηση που αφορά κυρίως την ίδρυση θρησκευτικών σχολείων και την έκδοση Κορανίων και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Στη Βουλγαρία δραστηριοποιείται ο ισλαμικός οργανισμός Zaman που εκδίδει την ομώνυμη εφημερίδα καθώς και τα ισλαμικά ιδρύματα Islamic Relief, Al-Waqf al -Islami και Menar βλ. H. Poulton, ό.π, σ. 212 πρβ. P. Nitzova, «Bulgaria: Minorities, democratization and national sentiments», Nationality Papers, 4/25 (1997), σ. 735 επίσης εφ. Novinar (11 Οκτωβρίου 1993). ↩︎
- Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του 1994 για τις σχέσεις ανάμεσα στις εθνικές ομάδες στη Βουλγαρία, μόνο το 5% των μουσουλμάνων εκφράζουν μια έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι σε άλλα θρησκευτικά δόγματα. ↩︎
- Βλ. W. Höpken, ό.π, σ.77. ↩︎
- Για το αίσθημα ανασφάλειας που καλλιέργησε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Zhivkov βλ. I. Tomova_P. Bogoev, «Minorities in Bulgaria. Report to the December 1991 international conference on the minorities organized in Rome by the Lelio Busso international foundation for the rights and liberation of peoples», The Insider, 2 (1992), σ. 9. ↩︎
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1992, 2.062.125 Βούλγαροι κατοικούν στηνύπαιθρο ενώ 5.209.069 στα αστικά κέντρα. Αντίθετα, 546.933 Τούρκοι κατοικούν στην ύπαιθρο και 253.119 στα αστικά κέντρα. ↩︎
- Βλ. R. Galabov, «Transformation of nationalism in Bulgaria in the period after November 10, 1989», Bulgarian Examiner, 3 (1994), σ. 55-56. ↩︎
- Βλ. I. Tomova, ό.π, σ. 14. ↩︎
- Κυρίως με τη συγκρότηση αποσπασμάτων εθελοντών που βοηθούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας στην τήρηση της τάξης ή στην περιφρούρηση κρατικών επιχειρήσεων καθώς και με το να επιβάλλουν πρόστιμα και διοικητικές τιμωρίες για παραβάσεις που αφορούσαν κυρίως τη χρήση της τουρκικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους. ↩︎
- Βλ. Δ. Δώδος, ό.π, σ. 101. ↩︎
- Βλ. Y. Hristoskov, «Interethnic relations in the period of economic reform», The Bulgarian Watcher, 18 (1992), σ. 14-15. ↩︎
- Για την ιδεολογική πλατφόρμα και τις ενέργειες των βουλγαρικών εθνικιστικών κομμάτων βλ.
J. Bugajski, ό.π, σ. 244-249. ↩︎ - Αυτ. σ. 245-246. ↩︎
- Βλ. Y. Konstantinov, «Strategies for sustaining a vulnerable identity: The case of the Bulgarian Pomaks», Muslim Identity and the Balkan state, εκδ. H. Poulton, S.Taji-Farouki, London, 1997, σ. 40. ↩︎
- Το ΒΣΚ συνεργάζεται στις εκλογές του 1991 με το Πατριωτικό Κόμμα Εργασίας. ↩︎
- Για παράδειγμα, ο βουλευτής και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΒΣΚ Krasimir Premyanov σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη Βάρνα, ισχυρίζεται ότι έχει πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Τούρκοι εξοπλίζονται και έχουν δημιουργήσει οπλοστάσια στις βορειοανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας. Βλ. εφ. Duma (11 Οκτωβρίου 1993), πρβ. Radio Free Europe (23 Μαρτίου 1994). Ενώ ο υποψήφιος του ΒΣΚ για τις προεδρικές εκλογές του 1992, Velko Valkanov, σε συνέντευξή του δηλώνει:«Είναι ξεκάθαρο ότι υπόκειται (η ΚΔΕ) σε ξένες κρατικές επιρροές, οι οποίες θέλουν να απομονώσουν και να παραμορφώσουν ένα συγκεκριμένο κομμάτι του βουλγαρικού έθνους και ότι μακροπρόθεσμα (ίσως όχι και τόσο μακροπρόθεσμα) να διασπάσουν την ενότητα του βουλγαρικού κράτους.». Βλ. εφ. Zemja (26 Οκτωβρίου 1991), αναδημοσίευση S.Riedel, «Bulggarien:Die Rechte und Freiheiten der turkishen Minderheit», Südosteuropa, 41/2 (1992), σ. 135. ↩︎
- Βλ. Radio Free Europe (23 Μαρτίου 1993). ↩︎
- Βλ. Radio Free Europe (11 Δεκεμβρίου 1997). ↩︎
- Για τα άρθρα του βουλγαρικού Συντάγματος που αφορούν τα δικαιώματα των μελών μειονοτικών ομάδων βλ. United Nations. Committee on the elimination of racial discrimination. Fourteenth periodic report of state parties due in 1996: Bulgaria 05/08/96. CERD/C/299/Add.7. ↩︎
- Σύμφωνα με έρευνα του 1992 το 60% των Βουλγάρων υποστηρίζουν τους σκοπούς της
«εκστρατείας αναγέννησης» (βλ. K. Engelbrekt, «Bulgaria», Radio Free Europe, special issue the politics of intolerance, 22 Απριλίου 1994, σ.77), υποστήριξη που σχετίζεται με ένα έντονο αίσθημα νοσταλγίας του κομμουνιστικού παρελθόντος, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας 24 Ώρες το 1993 (βλ. εφ. 24 Chassa (22 Οκτωβρίου 1993) μόνο το 14% των Βουλγάρων κρίνει αρνητικά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Todor Zhivkov. ↩︎ - Το 1994, το 50% του βουλγαρικού πληθυσμού δεν αποδέχεται την παρουσία Τούρκων βουλευτών στο βουλγαρικό κοινοβούλιο, ενώ το 88% δεν αποδέχεται την παρουσία στη σύνθεση της κυβέρνησης Τούρκου υπουργού (βλ. W. Höpken, ό.π, σ. 77). Το 1993, το 62% των Βουλγάρων εκφράζει την αντίθεσή του σε ενδεχόμενη άρση της συνταγματικής απαγόρευσης (αρθ.11 παρ.4) δημιουργίας κομμάτων σε εθνική, φυλετική ή θρησκευτική βάση (βλ. εφ. Standart News (18 Οκτωβρίου 1993). ↩︎
- Το 1994 το 67% του βουλγαρικού πληθυσμού αντιμετωπίζει αρνητικά τη διδασκαλία της τουρκικής στα σχολεία της χώρας (βλ. W. Höpken, ό.π, σ. 77). ↩︎
- Βλ. εφ. Standart News (18 Οκτωβρίου 1993). ↩︎
- Βλ. A. Zheliaskova, ό.π, σ. 22. Η διαπίστωση αυτή συνάγεται και από τα αποτελέσματα των ερευνών στις οποίες αναφερθήκαμε, για παράδειγμα το 1991 μόνο το 18% των Βουλγάρων αποδέχεται τη διδασκαλία της τουρκικής στα σχολεία της χώρας, το 1992 το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 27% και το 1994 σε 33% (βλ. M. Mcintosh, M. Maciver, D. Abele, D. Nolle, ό.π, σ. 944). ↩︎
- Βλ. T. Georgieva, ό.π, σ. 13. ↩︎
- Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε ο πρόεδρος της Βουλγαρίας Z. Zhelev προσπαθώντας να εξηγήσει τις αντιδράσεις του βουλγαρικού πληθυσμού στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας. Βλ. Jelu Jelev soylesi, Balkan Turklerin’in Sesi, yil 2 Mayis 1990, σ. 61. Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Literaturen Front, 15 Φεβρουαρίου 1990. ↩︎
- Τον Φεβρουάριο του 1994 ο πρόεδρος της Βουλγαρίας Z. Zhelev υπογράφει το κείμενο της συμφωνίας «Συνεργασία για την Ειρήνη», ένα πρόγραμμα συνεργασίας του NATO με χώρες πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. ↩︎
- Τον Μάιο του 1992 η Βουλγαρία γίνεται μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Μάρτιο του 1993 υπογράφεται συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στις 16 Δεκεμβρίου 1995 στη Συνάντηση Κορυφής της Ε.Ε στη Μαδρίτη ο Βούλγαρος υπουργός Εξωτερικών Pirinski καταθέτει αίτηση εισόδου της χώρας του στην Ε.Ε. ↩︎

